-
21 предпочесть
-чту, -чтшь, παρ λ θ. χρ. предпочл-чла, -чло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предпочтнный, βρ: -тн, -тена, -тено,επιρ. μτχ. предпочтяρ.σ. μ; προτιμώ, αποδίδω μεγαλύτερη σημασία• προκρίνω. || εκτιμώ περισσότερο• θεωρώ ανώτερον. || θεωρώ καλύτερον. -
22 рассматривать
ρ.δ.μ.1. βλ. рассмотреть.2. θεωρώ•рассматривать как... θεωρώ σαν...
κοιτάζομαι, βλέπω τον εαυτό μου. || θεωρούμαι..περ ιεργάζομαι. -
23 ставить
ставить 1ставлю, ставишьρ.δ.μ.1. στήνω ορθό•ставить на ноги στήνω στα πόδια.
2. βάζω, θέτω τοποθετώ•ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•
ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•
ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).
|| διορίζω•ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.
|| εγκατασταίνω•ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.
|| μτφ. φέρω, οδηγώ•ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.
3. στήνω•ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•
ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•
ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.
|| δίνω προσφέρω•ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•
им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.
4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).
6. βάζω•ставить паруса βάζω πανιά•
ставить подпись βάζω υπογραφή•
ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.
|| επιθέτω•ставить компресс βάζω κομπρέσα•
ставить горчичники βάζω συναπισμό•
ставить пиявки βάζω βδέλλες•
ставить печать βάζω σφραγίδα.
7. οικοδομώ, φτιάχνω•ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•
ставить мельницу φτιάχνω μύλο.
8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•ставить опыты κάνω πειράματα•
ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.
9. προτείνω•ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•
ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.
10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•
ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.
|| σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•ставить в связь συνδέω.
εκφρ.ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.ставить 2ставлю, ставишьρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι.. -
24 считать
считать 1ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. считзняый, βρ: -тэл, -а, -о.1. αριθμώ μετρώ•считать до десяти μετρώ ως τα δέκα.
2. μ. λογαριάζω•считать деньги μετρώ τα χρήματα•
считать овец μετρώτα πρόβατα•
считать на счтах λογαριάζω στο αριθμητήριο•
считать температуру μετρώ τη θερμοκρασία•
считать в километрах μετρώ σε χιλιόμετρα.
|| μτφ. (ανα) θυμούμαι, αναλογίζομαι•считать обиды αναλογίζομαι τις προσβολές•
считать зло θυμούμαι το κακό ή την κακία.
3. υπολογίζω. || θεωρώ, νομίζω, φρονώ• εκλαμβάνω•, что он прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο•его считатьли умершим τον είχαν για πεθαμένο•
нас за ни кого не -ют μας έχουν (θεωρούν) για τίποτε•
считать своим долгом θεωρώ καθήκον μου.
εκφρ.считать дни, часы, минуты – μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)•считать звзды – μετρώ τ αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω.1. μετρώ, λογαριάζω. || λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. || βρίσκω λογαριασμό•считать нельзя να βρω λογαριασμόείναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων).
2. λαβαίνω (παίρνω) υπ όψη. || υπολογίζομαι, υπολήπτομαι.3. θεωρούμαι, λογίζομαι.4. ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη•я -юсь во втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα.
5. μετριέμαι, αριθμούμαι• λογαριάζομαι.считать 2ρ.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμενο•считать гранку с рукописью συγκρίνω το δοκίμιο με το χειρόγραφο.
-
25 узреть
узрю, узришьρ.σ.μ.1. (узрю) παλ. ορώ, βλέπω.2. θεωρώ•узреть обиду θεωρώ προσβολή.
-
26 честь
честь 1-и θ.1. τιμή•дело честьи ζήτημα τιμής•
клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•
долг -и καθήκο τιμής•
задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.
|| υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.
|| (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.2. σεβασμός•это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.
εκφρ.в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•быть в -и – τιμούμαι•не сыть в -и – δεν τιμούμαι•из -и – ένεκα τιμής•к –и – προς τιμή•по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•- ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).честь 2чту, чтёшьρ.δ. μ.παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.честь 3чту, чтёшьρ.δ. μ.(παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω. -
27 визировать
I.(совмещать визирную линию с движущимся объектом) σκοπεύω.II.(документ, паспорт) θεωρώ (το έγγραφο, το διαβατήριο), βάζω τη θεώρηση/βίζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > визировать
-
28 виновник
1. (провинившийся) о ένοχ/ος, ο υπαίτιος, ο φταίχτηςпризнавать - ым θεωρώ - о 2. (являющийся причиной чего-л.) о αίτιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виновник
-
29 допуск
1. (право входа{}доступа{}) η άδεια εισόδου/πρόσβασης 2. тех. η ανοχ/ήназначать - и ορίζω/προσδιορίζω τις - ές2. (предполагать) υποθέτω, θεωρώ, δέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допуск
-
30 заверять
επικυρώνω, πιστοποιώ, θεωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заверять
-
31 завизировать
θέτω/παίρνω/θεωρώ την άδεια εισόδου (στη χώρα), παίρνω τη βίζα εισόδου (στη χώρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завизировать
-
32 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
33 полагать
1. мат. υποθέτω, θεωρώ, δέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο 2. (предполагать, думать, считать) νομίζω, υποθέτω, φαντάζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полагать
-
34 предполагать
1. (догадываться, судить предварительно) υποθέτω, θεωρώ, πιθανολογώ 2. (иметь своим условием, предпосылкой) προϋποθέτω, προβλέπω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предполагать
-
35 принимать
1. (брать у того, кто отдаёт) παίρνω, λαμβάνω 2. (брать в своё ведение, распоряжение) παίρνω, παραλαμβάνω, αναλαμβάνω 3. (брать кого-, что-л. под своё начальство) αναλαμβάνω, προσδιορίζω, ορίζω, προσλαμβάνω 4. (занимать вакантное место, должность и т.п) αποδέχομαι, μπαίνω 5. (включать в состав кого-, чегол.) περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, δέχομαι 6. (допускать к себе для переговоров, для беседы) δέχομαι, υποδέχομαι 7. (напр. больного) δέχομαι 8. (проявлять какое-л. отношение к чему-л.) δέχομαι, συμφωνώ, παίρνω 9. (утверждать голосованием) ψηφίζω, παίρνω, εγκρίνω 10. (по радио, телеграфу, телефону) λαμβάνω 11. (приобретать ка-кой-л. вид, какие-л. особенности) αποκτώ 12. (напр. о лекарстве) παίρνω, λαμβάνω 13. (подвергать себя какой-л. процедуре) κάνω, παίρνω 14. (условно допускать что-л., предполагать) δέχομαι, υποθέτω, θεωρώ ^.(соглашаться) δέχομαι, αποδέχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принимать
-
36 смотреть
1. (прибегать к помощи зрения, стараясь увидеть что-л.) κοιτάζω 2. (наблюдать за чем-л.) παρακολουθώ, παρατηρώ Засчитать, полагать, думать) νομίζω, σκέπτομαι, υπολογίζω, υποθέτω 4. (иметь попечение, заботиться ο ком-, чем-л.) επιβλέπωπροσέχω5. (осматривать) (с целью ознакомления) εξετάζω, (с целью проверки) επιθεωρώ 6. (знакомиться с содержанием чего-л.) μαθαίνω, γνωρίζω, ενημερώνομαι 7. (быть зрителем, присутствовать на каком-л. представлении) βλέπω, παρακολουθώ 8. (производить осмотр, освидетельствование кого-, чего-л.) εξετάζω, (επι)θεωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смотреть
-
37 считать
1. (пересчитывать) μετρώ, λογαριάζω 2. (рассматривать) θεωρώ, νομίζω, κρίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > считать
-
38 браковать
брак||ова́тьнесов σκαρτάρω, ξεσκαρτάρω, θεωρώ (или βγάζω) σκάρτο. -
39 видеть
ви́де||тьнесов1. βλέπω, θωρῶ:\видеть мельком παίρνει τό μάτι μου (κάτι)· \видеть издалека βλέπω ἀπό μακρυά· \видеть своими глазами βλέπω μέ τά ίδια μου τά μάτια· \видеть сон βλέπω ὀνειρο, ὁνειρεύομαι· \видеть во сие кого-л. βλέπω στον ὑπνο μου κάποιον· я рад вас \видеть χαίρομαι πού σας βλέπω·2. (испытать) δοκιμάζω, περνῶ, ὑφίσταμαι:она \видетьла много горя πέρασε πολλές στενοχώριες·3. (считать) βλέπω, θεωρῶ, κρίνω:не ви́жу в этом необходимости δέν βλέπω τήν ἀνάγκη, δέν τό κρίνω ἀπαραίτητο· ◊ \видеть насквозь кого-л., что́-л. βλέπω καθαρά κάποιον видишь ли вводн. сл. ξέρεις δμως· как видите вводн. сл. ὀπως βλέπετε, ὅπως ἀποδείχνεται. -
40 виза
ви́з||аж1. (въездная) ἡ βίζα, ἡ θεώρηση διαβατηρίου:\виза на въезд ἡ βίζα ἐἰσόδου·2. (на документе) ἡ θεώρηση [-ις] ἐγγραφου:поставить \визау θεωρώ (διαβατήριο).
См. также в других словарях:
θεωρώ — θεωρώ, θεώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θεωρώ — (ΑΜ θεωρῶ, έω) 1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα 2. εξετάζω, ερευνώ νεοελλ. 1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τόν θεωρώ αδελφό μου» β. «τόν θεωρώ υπεύθυνο για...») 2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων 3. προσκομίζω στις… … Dictionary of Greek
θεωρώ — θεώρησα, θεωρήθηκα, θεωρημένος 1. παρατηρώ, βλέπω. 2. νομίζω: Θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο. – Η απεργία θεωρήθηκε παράνομη. 3. ελέγχω και εγκρίνω κάποιο έγγραφο: Θεωρώ τα διαβατήρια. 4. δίνω κάτι για θεώρηση: Θεώρησα τα εισιτήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεωρῶ — θεωρέω to be a pres subj act 1st sg (attic epic doric) θεωρέω to be a pres ind act 1st sg (attic epic doric) θεωρός envoy sent to consult an oracle masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρῷ — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιώνω — (AM ἀξιῶ, όω) [άξιος] 1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ 2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι ||| νεοελλ. μέσ. κατορθώνω αρχ. 1. θεωρώ κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας 2. τιμώ, εκτιμώ 3. αποδίδω τιμή σε κάποιον, τον… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek