-
1 θεωρικός
θεωρικόςof: masc nom sg -
2 θεωρικός
A of or for θεωρία (signfs. 1 and 11), πεπλώματ' οὐ θεωρικά no festal robes, E.Supp.97; θ. σκηνή the tent used by the θεωροί, Henioch.5.8; θ. ὁδός,=θεωρίς 1.2
, Poll.2.55. Adv.- κῶς Hsch.
II θεωρικόν, τό (θεωρικός, ὁ, seems to be an error in Phld.Rh.2.208 S.), at Athens, fund for providing free seats at public spectacles, οἱ ἐπὶ τὸ θ. Arist.Ath.43.1, cf. 47.2, D.18.113, IG22.223C5; ἡ ἀρχὴ ἡ ἐπὶ τῷ θ. Aeschin.3.24: pl. (sc. χρήματα), D.3.11, Harp., etc., cf. Plu.Per.9: so elsewh. θεωρικά, with or without χρήματα, fund for festivals, POxy.1333 (ii/iii A.D.), 473.4 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεωρικός
-
3 θεωρικά
θεωρικόςof: neut nom /voc /acc plθεωρικά̱, θεωρικόςof: fem nom /voc /acc dualθεωρικά̱, θεωρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 θεωρικωτάτων
θεωρικόςof: fem gen superl plθεωρικόςof: masc /neut gen superl pl -
5 θεωρικόν
θεωρικόςof: masc acc sgθεωρικόςof: neut nom /voc /acc sg -
6 θεωρικαί
θεωρικόςof: fem nom /voc pl -
7 θεωρικοί
θεωρικόςof: masc nom /voc pl -
8 θεωρικούς
θεωρικόςof: masc acc pl -
9 θεωρική
θεωρικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 θεωρικήν
θεωρικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 θεωρικωτέρας
θεωρικωτέρᾱς, θεωρικόςof: fem acc comp plθεωρικωτέρᾱς, θεωρικόςof: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
12 θεωρικών
-
13 θεωρικῶν
-
14 θεωρικής
-
15 θεωρικῆς
-
16 θεωρικοίς
-
17 θεωρικοῖς
-
18 θεωρικού
-
19 θεωρικοῦ
-
20 θεωρικώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεωρικός — θεωρικός, ή, όν (ΑΜ) [θεωρός] μσν. καταρτισμένος, μορφωμένος σε θέματα πίστεως αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, στην πανηγυρική αποστολή θεωρών, ο εορταστικός 2. αυτός τον οποίο χρησιμοποιούν οι θεωροί 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
θεωρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρικά — θεωρικός of neut nom/voc/acc pl θεωρικά̱ , θεωρικός of fem nom/voc/acc dual θεωρικά̱ , θεωρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρικωτάτων — θεωρικός of fem gen superl pl θεωρικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρικῶν — θεωρικός of fem gen pl θεωρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρικόν — θεωρικός of masc acc sg θεωρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρικαί — θεωρικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρικοῖς — θεωρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρικοί — θεωρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρικοῦ — θεωρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρικούς — θεωρικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)