Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θεωρικός

См. также в других словарях:

  • θεωρικός — θεωρικός, ή, όν (ΑΜ) [θεωρός] μσν. καταρτισμένος, μορφωμένος σε θέματα πίστεως αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, στην πανηγυρική αποστολή θεωρών, ο εορταστικός 2. αυτός τον οποίο χρησιμοποιούν οι θεωροί 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • θεωρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρικά — θεωρικός of neut nom/voc/acc pl θεωρικά̱ , θεωρικός of fem nom/voc/acc dual θεωρικά̱ , θεωρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρικωτάτων — θεωρικός of fem gen superl pl θεωρικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρικῶν — θεωρικός of fem gen pl θεωρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρικόν — θεωρικός of masc acc sg θεωρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρικαί — θεωρικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρικοῖς — θεωρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρικοί — θεωρικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρικοῦ — θεωρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρικούς — θεωρικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»