-
1 Oracular
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Oracular
-
2 Prophetic
adj.Prophetic souled: V. θυμόμαντις.Verily the fear of thy visions was prophetic: V. ἦ κάρτα μάντις οὑξ ὀνειράτων φόβος (Æsch., Choe. 929).Prophetic of: V. μάντις (gen. or absol.), πρόμαντις (gen. or absol.).Prophetic voice ( of a god): V. ὀμφή, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prophetic
См. также в других словарях:
θεσπιωδός — θεσπιῳδός και ποιητ. τ. θεσπιαοιδός, ὸν (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που άδει μαντικά, που προφητεύει 2. φρ. «θεσπιῳδόν φόβον» φόβο που προκαλείται από δυσοίωνη προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ ῳδός, χορ ῳδός] … Dictionary of Greek
θεσπιῳδός — singing in prophetic strain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιωιδόν — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem acc sg θεσπιῳδός singing in prophetic strain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιῳδόν — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem acc sg θεσπιῳδός singing in prophetic strain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιωιδός — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιῳδοί — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιῳδούς — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιῳδῷ — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιωδώ — θεσπιῳδῶ, έω (Α) [θεσπιῳδός] είμαι θεσπιῳδός, χρησμοδοτώ, προφητεύω … Dictionary of Greek
θέσπις — (6ος αι. π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Καταγόταν από τον αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο). Συγκεκριμένη και άμεση πληροφορία γι’ αυτόν παρέχει το Πάριο Μάρμαρο, χρονικό που αναφέρει ότι ο Θ. κέρδισε το 535 π.Χ. την πρώτη νίκη στα Μεγάλα… … Dictionary of Greek
θεσπιαοιδός — θεσπιαοιδός, όν (Α) βλ. θεσπιωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + αοιδός] … Dictionary of Greek