-
1 ὑπηχέω
A sound in answer, echo, respond,ὑπὸ δ' ἤχεεν οὔρεα μακρά Hes.Th. 835
;ἔρρηξε δ' αὐδήν, ὥσθ' ὑπηχῆσαι χθόνα E.Supp. 710
; ὥστε τὴν κώμην ὑπηχεῖν so that the village rang again, Pherecr.10 (troch.); θερινὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ echoes summer-like with the cicada-choir, Pl.Phdr. 230c; of musical strings, Arist.Pr. 921b15: metaph., with neut. Adj.,ἄλλο ὑ. Luc.DMar.1.4
;σαθρὸν καὶ ἀγεννές Plu.2.64e
.2 prompt, suggest, esp. of an inner voice, Ph.1.599, 645, 659, 692, 2.12; καθάπερ ὑποβολέως ἔνδοθεν ὑπηχοῦντος ib. 416.
См. также в других словарях:
λιγυρός — ά, ό, θηλ. και ή (Α λιγυρός, ά, όν, θηλ. και λιγυρή και λιγουρά) 1. αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», Σοφ.) 2. μελωδικός, εύηχος (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», Πλάτ. β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις...… … Dictionary of Greek