-
1 θεραποντίς
θεραποντίς, ίδος, ἡ, die Magd betreffend, der Magd, φέρνη Aesch. Suppl. 957.
-
2 θεραποντίς
θεραποντίς, ίδος, ἡ, die Magd betreffend, der Magd -
3 φερνή
φερνή, ἡ, das Zugebrachte, Mitgebrachte der Ehefrau, die Mitgift, Ausstattung; Eur. I. A. 47 u. öfter; Her. 1, 93; Folgde, Pol. öfter; Plut. Sol. 20; – ϑεραποντὶς φερνή, die zur Bedienung mitgebrachten Sklaven, Aesch. Suppl. 957; πολέμου, was der Krieg einbringt, Kriegsbeute, Eur. Ion 298; vgl. Plut. Sol. 20.
-
4 φερνή
φερνή, ἡ, das Zugebrachte, Mitgebrachte der Ehefrau, die Mitgift, Ausstattung; ϑεραποντὶς φερνή, die zur Bedienung mitgebrachten Sklaven; πολέμου, was der Krieg einbringt, Kriegsbeute
См. также в других словарях:
θεραποντίς — θεραποντίς, ίδος, ἡ (Α) αυτή που ανήκει σε θεράπαινα («θεραποντίδα φερνήν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές θηλ. τού θεράπων, οντος] … Dictionary of Greek
θεραποντίδα — θεραποντίς of a waiting maid fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
φερνή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα αρχ. 1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό 2. στον πληθ. αἱ φερναί α) νυφικά δώρα β) προίκα που αποτελείται… … Dictionary of Greek