-
1 θεραπαινίς
θεραπαινίςfem nom sg -
2 θεραπαινίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπαινίς
-
3 θεραπαινίδα
θεραπαινίςfem acc sg -
4 θεραπαινίδας
θεραπαινίςfem acc pl -
5 θεραπαινίδες
θεραπαινίςfem nom /voc pl -
6 θεραπαινίδι
θεραπαινίςfem dat sg -
7 θεραπαινίδος
θεραπαινίςfem gen sg -
8 θεραπαινίδων
θεραπαινίςfem gen pl -
9 θεραπαινίσι
θεραπαινίςfem dat pl -
10 θεραπαινίσιν
θεραπαινίςfem dat pl -
11 θεραπαινιδίω
θεραπαινίδιονneut nom /voc /acc dualθεραπαινίδιονneut gen sg (doric aeolic)θεραπαινίςneut nom /voc /acc dualθεραπαινίςneut gen sg (doric aeolic) -
12 θεραπαινιδίοις
θεραπαινίδιονneut dat plθεραπαινίςneut dat pl -
13 θεραπαινιδίου
θεραπαινίδιονneut gen sgθεραπαινίςneut gen sg -
14 θεραπαινιδίωι
θεραπαινιδίῳ, θεραπαινίδιονneut dat sgθεραπαινιδίῳ, θεραπαινίςneut dat sg -
15 θεραπαινιδίων
θεραπαινίδιονneut gen plθεραπαινίςneut gen pl -
16 θεραπαινίδια
θεραπαινίδιονneut nom /voc /acc plθεραπαινίςneut nom /voc /acc pl -
17 θεραπαινίδιον
θεραπαινίδιονneut nom /voc /acc sgθεραπαινίςneut nom /voc /acc sg -
18 θεραπνίς
A = θεραπαινίς, AP9.603 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπνίς
-
19 ἀποσκώπτω
A banter, rally,Θαλῆν ἀστρονομοῦντα.. θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται Pl.Tht. 174a
; ἀ. πρός or εἴς τινα, jeer at one, D.C.48.38, Luc.Herm. 51, etc.;ἐπί τινι D.C.60.33
;εἴς τινα ἐπίγραμμα D.L. 5.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσκώπτω
-
20 ἐμμελής
A in tune, harmonious, opp.πλημμελής, ἐ. φωνή Ti.Locr.101b
, Plu.2.1014c, etc.; (Delos, ii B.C.);ἁρμονιῶν -εστάτη κρᾶσις Plu.Phoc.2
; λέξις ἐ. D.H.Comp.25; also of a poet, tuneful, Theoc.Ep.21, cf.Philostr.Im.2.12.II metaph.,1 of persons, harmonious, orderly,τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Pl. Criti. 106b
; ἵνα γένοιντο -έστεροι ib. 121b; also- εστάτη καὶ κοσμιωτάτη πολιτεία Plu.Pel.19
.2 of things, in good taste, ἐμμελέστερόν [ἐστι], c. inf., Ar.Ec. 807;ἐ. ὁμιλία Arist.EN 1128a1
.3 well-proportioned, κτήματα.. ποῖα ἄν τις κεκτημένος ἐμμελεστάτην οὐσίαν κεκτῇτο; Pl.Lg. 776b; reasonable, οὐκ ἐ. Id.Sph. 259e: hence, modest, small, opp. μέγιστος, Id.Lg. 760a ([comp] Sup.);πόλις μεγέθει ἐμμελεστέρα Arist.Pol. 1327b15
.III Adv. - λῶς, [dialect] Aeol. and [dialect] Ion. - λέως, harmoniously, opp. πλημμελῶς, Pl. Lg. 816a; in time, πόδεσσιν ὠρχεῦντ' Sapph.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμμελής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεραπαινίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινίδα — θεραπαινίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινίδας — θεραπαινίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινίδες — θεραπαινίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινίδι — θεραπαινίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινίδος — θεραπαινίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινίδων — θεραπαινίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινίσι — θεραπαινίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινίσιν — θεραπαινίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινιδίω — θεραπαινίδιον neut nom/voc/acc dual θεραπαινίδιον neut gen sg (doric aeolic) θεραπαινίς neut nom/voc/acc dual θεραπαινίς neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Thales de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français