-
1 θεο-σέπτωρ
θεο-σέπτωρ, ορος, ὁ, = ϑεοσεβής, Eur. Hipp, 1364.
См. также в других словарях:
θεοσέπτωρ — θεοσέπτωρ, ὁ (Α) ο θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σέπτωρ (< σέβομαι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. ουσιαστικό] … Dictionary of Greek
1 θεο-σέπτωρ
θεο-σέπτωρ, ορος, ὁ, = ϑεοσεβής, Eur. Hipp, 1364.
θεοσέπτωρ — θεοσέπτωρ, ὁ (Α) ο θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σέπτωρ (< σέβομαι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. ουσιαστικό] … Dictionary of Greek