-
1 θεᾱτρισμός
θεᾱτρισμός, ὁ, Schaustellung, Thom. M.
-
2 θεᾱτρισμός
θεᾱτρισμός, ὁ, Schaustellung
См. также в других словарях:
θεατρισμός — theatrical exhibition masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατρισμός — ο (AM θεατρισμός) [θεατρίζομαι] νεοελλ. 1. η παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, η συχνή φοίτηση στο θέατρο 2. δημόσια γελοιοποίηση, εμπαιγμός μσν. αρχ. θεατρική επίδειξη … Dictionary of Greek
θεατρισμός — ο 1. δημόσια γελοιοποίηση, δημόσιος εμπαιγμός, διαπόμπευση. 2. θεατρινισμός (βλ. λ.). 3. παρακολούθηση θεατρικής παράστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεατρισμῶν — θεατρισμός theatrical exhibition masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατρισμόν — θεατρισμός theatrical exhibition masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)