-
1 theatrical
θεατρικός -
2 сценичный
θεατρικός, της σκηνής, για σκηνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сценичный
-
3 театральный
θεατρικόςτου θεάτρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > театральный
-
4 театральный
театра́льое учи́лище — η θεατρική σχολή
-
5 драматург
-
6 театральный
театр||а́льныйприл1. θεατρικός, τοῦ θεάτρου:\театральныйа́льное представление ἡ θεατρική παράσταση· \театральныйа́льная касса τό ταμείο εἰσιτηρίων θεάτρου· \театральныйальный билет τό εἰσιτήριο θεάτρου· \театральныйа́льное училище ἡ θεατρική σχολή·2. перен θεατρικός, θεατρινί-στικος:\театральныйа́льная по́за ἡ θεατρινίστικη πόζα -
7 сценический
сценическ||ийприл σκηνικός/ θεατρικός (тк. об искусстве, приемах и т. п.):\сценическийое оформление ὁ σκηνικός διάκοσμος, ἡ σκηνογραφία· \сценическийое искусство ἡ σκηνική (или ἡ θεατρική) τέχνη. -
8 сценичный
сценичныйприл θεατρικός, γιά σκηνή. -
9 dramatic
[drə'mætik]1) (of or in the form of a drama: a dramatic performance.) θεατρικός2) (vivid or striking: a dramatic improvement; She made a dramatic entrance.) εντυπωσιακός3) ((of a person) showing (too) much feeling or emotion: She's very dramatic about everything.) μελοδραματικός -
10 dramatist
['dræ-]noun (a writer of plays.) θεατρικός συγγραφέας -
11 playwright
noun (a person who writes plays: He is a famous playwright.) θεατρικός συγγραφέας -
12 theatrical
[-'æ-]1) (of theatres or acting: a theatrical performance/career.) θεατρικός2) ((behaving) as if in a play; over-dramatic: theatrical behaviour.) θεατρινίστικος -
13 сценический
[στσυνίτσισκιΐ] εκ. σκηνικός, θεατρικός -
14 театральный
[τιατράλ'νυϊ] εκ. θεατρικός -
15 сценический
[στσυνίτσισκιϊ] επ σκηνικός, θεατρικός -
16 театральный
[τιατράλ'νυϊ] επ θεατρικός -
17 злодей
-я α.κακοποιός. || κακούργος, εγκληματίας. || παλ. θεατρικός ρόλος κακοποιού. -
18 сценический
επ.σκηνικός•-ие механизмы οι σκηνικοί μηχανισμοί•
-ое оформление σκηνικός διάκοσμος.
|| μτφ. θεατρικός. -
19 сценичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноθεατρικός•-ая пьеса θεατρικό έργο.
-
20 театральный
επ.1. θεατρικός, του θεάτρου•-ое искусство η θεατρική τέχνη•
театральный билет εισιτήριο θεάτρου•
-ая критика η κριτική του θεάτρου•
-ые костюмы τα θεατρικά ενδύματα•
-ое училище σχολή θεάτρου.
2. μτφ. προσποιητός, θεατρινίστικος.
См. также в других словарях:
θεατρικός — ή, ο (AM θεατρικός, ή, όν, Α ιων. τ. θεητρικός) [θέατρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέατρο (α. «θεατρικός συγγραφέας» β. «θεατρική μουσική», Αριστοτ.) 2. μτφ. προσποιητός, επιδεικτικός, πομπώδης «θεατρική χειρονομία») 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
θεατρικός — θεᾱτρικός , θεατρικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο θέατρο: Θεατρικό έργο. – Θεατρικό κοινό. 2. προσποιητός, επιδεικτικός: Θεατρικό ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουμπρέτα — Θεατρικός όρος που προέρχεται από τη γαλλική λέξη soubrette και εξυπονοεί την πονηρή και τσαχπίνα νεαρή υπηρέτρια. Ο όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε στην κωμική όπερα (opera comique) αλλ’ έπειτα γενικεύτηκε στο ελαφρό θέατρο. Σ. ωστόσο λέγονται και… … Dictionary of Greek
Γκάρικ, Ντέιβιντ — (David Garrick, Χέρφορντ 1717 – Λονδίνο 1779).Άγγλος ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και θεατρικός επιχειρηματίας. Ο Γ. υπήρξε διάσημος για τις ερμηνείες του σε έργα του Σαίξπηρ. Πρωτοπαρουσιάστηκε σε ηλικία 24 ετών στο Λονδίνο, αρχικά σε έναν… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γκούτσκοφ, Καρλ Φέρντιναντ — (Karl Ferdinand Gutzkow, Βερολίνο 1811 – Ζάξενχαουζεν, Φρανκφούρτη 1878). Γερμανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Μετά το τέλος των σπουδών του στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, επιδόθηκε στη δημοσιογραφία στην εφημερίδα Literaturblatt… … Dictionary of Greek
Ζιώγας, Βασίλειος — (Θεσσαλονίκη 1937 –). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε κινηματογράφο και θέατρο στη Βιέννη, όπου και εντάχθηκε στο λογοτεχνικό κίνημα του λετρισμού. Κατά τη δεκαετία του 1960 έζησε, αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη … Dictionary of Greek
Ιονέσκο, Ευγένιος — (Eugéne Ionesco, Σλάτινα 1912 – Παρίσι 1994). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δοκιμιογράφος, ρουμανικής καταγωγής. Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στο Βουκουρέστι δημοσιεύοντας στίχους (1931) και ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Όχι!… … Dictionary of Greek
Κνωσός — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Τα ερείπιά της καλύπτουν, με σχεδόν συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που ξεκινά από τα πρώτα νεολιθικά χρόνια (περ. 6000 π.Χ.) και τελειώνει στο τέλος της πρώτης βυζαντινής… … Dictionary of Greek
Λιδωρίκης, Αλέκος — (Αθήνα 1907 – 1988). Θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ήταν γιος του Μιλτιάδη Λιδωρίκη (βλ. λ.). Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δημοσιογράφος (κριτικός και χρονογράφος), συνεργαζόμενος με τις μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες … Dictionary of Greek