-
1 ώρος
ἄρος, ἄροςuse: neut nom /voc /acc sgἄρος, ἀρόωplough: pres ind act 2nd sg——————ὦροςsleep: neut nom /voc /acc sg——————ὧροςa year: masc nom sg -
2 Ώρος
-
3 ὦρος
ὦρος (A), ὁ,------------------------------------------------------------------------A a year, Euph.58, Plu.2.677e, D.S.1.26, Ath.10.423e. -
4 ὧρος
-
5 Ὦρος
Ὦρος: a Greek, slain by Hector, Il. 11.303†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ὦρος
-
6 ὤρος
Βλ. λ. ώρος -
7 ὦρος
Βλ. λ. ώρος -
8 ὧρος
Βλ. λ. ώρος -
9 Ὦρος
Βλ. λ. Ώρος -
10 Ὧρος
Βλ. λ. Ώρος -
11 ἰχώρ,-ῶρος
+ ὁ N 3 0-0-0-2-1=3 Jb 2,8; 7,5; 4 Mc 9,20discharge, eruption Jb 2,8; juice, colourless liquid 4 Mc 9,20*Jb 7,5 ἀπὸ ἰχῶρος from (my) eruption corr.? ἀπὸ χρωτός for MT עורי from (my) skinCf. RENEHAN 1975, 113 -
12 Ώρω
Ὦρονneut nom /voc /acc dualὮρονneut gen sg (doric aeolic)Ὦροςmasc nom /voc /acc dualὮροςmasc gen sg (doric aeolic)——————Ὦρονneut dat sgὮροςmasc dat sg——————Ὧροςmasc dat sg -
13 ἄωρος 2
ἄωρος 2.Grammatical information: m.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: EM 117, 14 = ὦρος, "κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ᾱ μηδεν πλέον σημαίνοντος. ὦρος γὰρ ὁ ὕπνος". But ἄωρος (cod. ἄορος) ἄυπνος, Μηθυμναῖοι H. - Further s. ὦρος; also ἀωτέω.Page in Frisk: 1,205Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄωρος 2
-
14 Ώροι
-
15 Ώροις
-
16 Ώρον
-
17 Ώρου
-
18 Ώρων
-
19 κώρη
ὄρη, ὄροςimplement for pressing grapes: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ὄρη, ὄροςimplement for pressing grapes: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ὤρη, ὤραcare: fem nom /voc sg (epic ionic)ὤ̱ρη, ὦροςsleep: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ὤ̱ρη, ὦροςsleep: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ὤρη, ὠρέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ὤρη, ὠρέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic) -
20 κὤρη
ὄρη, ὄροςimplement for pressing grapes: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ὄρη, ὄροςimplement for pressing grapes: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ὤρη, ὤραcare: fem nom /voc sg (epic ionic)ὤ̱ρη, ὦροςsleep: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ὤ̱ρη, ὦροςsleep: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ὤρη, ὠρέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ὤρη, ὠρέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
Ὦρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρος — sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὧρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρος — a year masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
Ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὤρος — ἄρος , ἄρος use neut nom/voc/acc sg ἄρος , ἀρόω plough pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκτωρ — ( ωρος και ορος) και δόκτορας και δόχτορας, ο (θηλ. δόκτωρ και δοκτορέσσα, η) 1. διδάκτορας 2. γιατρός, ντοτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. docteur, αγγλ. doctor < λατ. doctor < docēre «διδάσκω»)] … Dictionary of Greek
πέλωρ — ωρος, τὸ, Α (με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο… … Dictionary of Greek
πνευματοκλήτωρ — ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τόν επιφοιτήσει, να τού προσφέρει τη χάρη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κλήτωρ (< καλῶ)] … Dictionary of Greek