-
1 keramet
θαύμα -
2 tansı
θαύμα -
3 merveille
θαύμα -
4 miracle
θαύμα -
5 div
θαύμα -
6 miracle
θαύμα -
7 dziw
θαύμα -
8 mucize
θαύμα, θαυματούργημα -
9 чудо
чуд||о1. с τό θαύμα:совершить \чудо κάμνω θαῦμα· он спасся \чудоом ἐσώθη ὡς ἐκ θαύματος· \чудоеса героизма θαύματα ήρωϊσμοδ· \чудо из чудес θαύμα θαυμάτων2. предик. безл (удивительно):как красиво \чудо чудо εἶναι θαδμα ὁμορφιάς. -
10 прелесть
-и θ.1. γοητεία, θέλγητρον σαγήνη, συναρπαγή.2. έλξη, τράβηγμα, ατραξιόν.3. πλθ. -и τα γυναικεία κάλη, το όμορφο γυνακείο κορμί.4. πλθ. -и παλ. χάρες, ομορφιές.5. χαϊδ. με τη λ. моя καλή μου. || ως κατηγ. (είναι) θαύμα•это просто-! αυτό είναι απλώς θαύμα!•
что за прелесть женщина! τι θαύμα γυναίκα ειν αυτή!
-
11 чудо
-а, πλθ. чудеса, чудес-ами κ. чуда, чуд ουδ.1. (πλθ. чудеса) τα θαύματα•он верит в -са αυτός πιστεύει στα θαύματα-чудоса совершнные спасителем τα θαύματα που έκανε ο Χριστός (Σωτήρας).
2. έργο υπέροχο•чудо ис-куства θαύμα Τέχνης•
семь чудес света τα εφτά θαύματα (Τέχνης) του κόσμου.
|| κάθε υπέροχο, θαυμάσιο, εξαίσιο•чудо красоты θσ.ϋιχα ομορφιάς•
-са героизма θαύματα ηρωισμού.
3. επίρ. -ом α) με θαυμασμό, β) ως εκ θαύματος•он уцелел только -ом αυτός έμεινε σώος ως εκ θαύματος•
-ом они спасены ως εκ θαύματος αυτοί σώθηκαν.
εκφρ.чудо как... – θαύμα, θαυμάσια• στον υπέρτατο βαθμό, ώσπου δεν παίρνει άλλο•чудо как он хорош – καλός ώσπου δεν παίρνει, άλλο (θαύμα)•не чудо – δεν είναι Βσ.ύ\ία (παράξενο)• —годо (λκ. ποίηση) παρα-μυθέν ιο τέρας. -
12 чудо
-
13 диво
ди́в||ос τό θαύμα, τό θαυμάσιο[ν]· ◊ на \диво θαύμα, περίφημα· что за \диво1 παράξενο πράγμα!· это не \диво (ничего удивительного) τίποτε τό παράξενο, τίποτε τό ἐκπληκτικό· \дивоу даваться разг ἀπορώ πῶς, ἀπορώ καί ἐξίσταμαι. -
14 miracle
['mirəkl]1) (something which man is not normally capable of making happen and which is therefore thought to be done by a god or God: Christ's turning of water into wine was a miracle.) θαύμα2) (a fortunate happening that has no obvious natural cause or explanation: It's a miracle he wasn't killed in the plane crash.) θαύμα•- miraculously -
15 чудный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. βανματουργός, -γικός• μαγικός• παράδοξος• υπερφυής, υπερκόσμιος.2. θαυμάσιος, εξαίσιος, θεΐκός, θεσπέσιος. || λαμπρός• εξαιρετικός, υπέροχος, θαυμάσιος, θαύμα•-ая погода καιρός—θαύμα (θαυμάσιος).
-
16 Marvel
subs.P. and V. θαῦμα, τό, ἔκπληξις, ἡ, θάμβος, τό (rare P. but used in Thuc. and Plat.).An object of wonder: P. and V. θαῦμα, τό.Patent: P. and V. τέρας, τό (Plat.).——————v. intrans.P. and V. θαυμάζειν, ἀποθαυμάζειν, ἐκπλήσσεσθαι, V. θαμβεῖν.Marvel at: P. and V. θαυμάζειν (acc.) ἀποθαυμάζειν (acc.), ἐκπλήσσεσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Marvel
-
17 Sensation
subs.Perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ, V. αἴσθημα, τό.Feeling: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.Object of wonder: P. and V. θαῦμα, τό.Astonishment: P. and V. ἔκπληξις, ἡ, θαῦμα, τὸ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sensation
-
18 Surprise
subs.P. and V. θαῦμα, τό, θάμβος, τό (Thuc. and Plat. but rare P.).Dismay: P. and V. ἔκπληξις, ἡ.Something new: P. and V. νέον τι, καινόν τι.The surprises of war: P. τοῦ πολέμου ὁ παράλογος (Thuc. 1, 78).( In military sense), surprise of a position: P. κλοπή, ἡ (Xen.).By surprise, unexpectedly: P. ἐξ ἀπροσδοκήτου.Attack unexpectedly: P. ἀπροσδοκήτῳ τινὶ ἐπιτίθεσθαι.Taken by surprise, off one's guard: use adj., P. and V. ἀφύλακτος, ἄφρακτος (Thuc.), P. ἀπαράσκευος.——————v. trans.P. and V. θαῦμα παρέχειν (dat.).Dismay: P. and V. ἐκπλήσσειν, P. καταπλήσσειν.Be surprised: P. and V. θαυμάζειν, ἀποθαυμάζειν, V. θαμβεῖν.Come upon suddenly, overtake: P. and V. καταλαμβάνειν, αἱρεῖν, λαμβάνειν, P. ἐπιλαμβάνειν; see Overtake.Catch in the act: P. and V. λαμβάνειν, καταλαμβάνειν (Eur., Cycl.). αἱρεῖν, φωρᾶν, ἐπʼ αὐτοφώρῳ λαμβάνειν, P. καταφωρᾶν.Surprised in the act: V. ἐπίληπτος.They took alarm and sought to surprise ( the enemy): P. δείσαντες προκαταλαβεῖν ἐβούλοντο (Thuc. 3, 3).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Surprise
-
19 Wonder
subs.P. and V. θαῦμα, τό, ἔκπληξις, ἡ, θάμβος, τό (Thuc. and Plat. but rare P.).That which causes wonder: P. and V. θαῦμα, τό.Portent: P. and V. τέρας, τό.——————v. intrans.Wonder at: P. and V. θαυμάζειν (acc.), ἀποθαυμάζειν (acc.), V. θαμβεῖν (acc.); see marvel at.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wonder
-
20 волшебство
волшеб||ство́с1. ἡ μαγεία, τά μάγια, ἡ μαγγανεία·2. перен τό θαύμα, ἡ μαγεία:как по \волшебствоству́ ὡς ἐκ θαύματος, ὡς διά μαγείας.
См. также в других словарях:
θαύμα — θαύμα, το και θάμα, το, ατος 1. ένα υπερφυσικό γεγονός που δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική και τα επιστημονικά δεδομένα: Ο Χριστός έκανε πολλά θαύματα. 2. εξαιρετικό ανθρώπινο έργο: Τα επτά θαύματα του κόσμου. 3. πράγμα απίθανο: Θα είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαῦμα — wonder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
Θαῦμα — Θαύμας masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσας — θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem acc pl (doric) θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem gen sg (doric) θαυμάσᾱς , θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαῦμ' — θαῦμα , θαῦμα wonder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμᾶς — θαυμᾶ̱ς , θαυμάζω wonder fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσαι — θαυμά̱σᾱͅ , θαυμάζω wonder fut part act fem dat sg (doric) θαυμάζω wonder aor inf act θαυμάσαῑ , θαυμάζω wonder aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσαις — θαυμά̱σαις , θαυμάζω wonder fut part act fem dat pl (doric) θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) θαυμάζω wonder aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θαῦμ' — Θαῦμα , Θαύμας masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θαύμας — Θαύμᾱς , Θαύμας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)