Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

θαῦμα

  • 1 keramet

    θαύμα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > keramet

  • 2 tansı

    θαύμα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tansı

  • 3 merveille

    θαύμα

    Dictionnaire Français-Grec > merveille

  • 4 miracle

    θαύμα

    Dictionnaire Français-Grec > miracle

  • 5 div

    θαύμα

    Česká-řecký slovník > div

  • 6 miracle

    θαύμα

    English-Greek new dictionary > miracle

  • 7 dziw

    θαύμα

    Słownik polsko-grecki > dziw

  • 8 mucize

    θαύμα, θαυματούργημα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mucize

  • 9 чудо

    чуд||о
    1. с τό θαύμα:
    совершить \чудо κάμνω θαῦμα· он спасся \чудоом ἐσώθη ὡς ἐκ θαύματος· \чудоеса героизма θαύματα ήρωϊσμοδ· \чудо из чудес θαύμα θαυμάτων
    2. предик. безл (удивительно):
    как красиво \чудо чудо εἶναι θαδμα ὁμορφιάς.

    Русско-новогреческий словарь > чудо

  • 10 прелесть

    θ.
    1. γοητεία, θέλγητρον σαγήνη, συναρπαγή.
    2. έλξη, τράβηγμα, ατραξιόν.
    3. πλθ. -и τα γυναικεία κάλη, το όμορφο γυνακείο κορμί.
    4. πλθ.παλ. χάρες, ομορφιές.
    5. χαϊδ. με τη λ. моя καλή μου. || ως κατηγ. (είναι) θαύμα•

    это просто-! αυτό είναι απλώς θαύμα!•

    что за прелесть женщина! τι θαύμα γυναίκα ειν αυτή!

    Большой русско-греческий словарь > прелесть

  • 11 чудо

    -а, πλθ. чудеса, чудес
    -ами κ. чуда, чуд ουδ.
    1. (πλθ. чудеса) τα θαύματα•

    он верит в -са αυτός πιστεύει στα θαύματα-чудоса совершнные спасителем τα θαύματα που έκανε ο Χριστός (Σωτήρας).

    2. έργο υπέροχο•

    чудо ис-куства θαύμα Τέχνης•

    семь чудес света τα εφτά θαύματα (Τέχνης) του κόσμου.

    || κάθε υπέροχο, θαυμάσιο, εξαίσιο•

    чудо красоты θσ.ϋιχα ομορφιάς•

    -са героизма θαύματα ηρωισμού.

    3. επίρ. -ом α) με θαυμασμό, β) ως εκ θαύματος•

    он уцелел только -ом αυτός έμεινε σώος ως εκ θαύματος•

    -ом они спасены ως εκ θαύματος αυτοί σώθηκαν.

    εκφρ.
    чудо как... – θαύμα, θαυμάσια• στον υπέρτατο βαθμό, ώσπου δεν παίρνει άλλο•
    чудо как он хорош – καλός ώσπου δεν παίρνει, άλλο (θαύμα)•
    не чудо – δεν είναι Βσ.ύ\ία (παράξενο)• —годо (λκ. ποίηση) παρα-μυθέν ιο τέρας.

    Большой русско-греческий словарь > чудо

  • 12 чудо

    чудо с το θαύμα
    * * *
    с
    το θαύμα

    Русско-греческий словарь > чудо

  • 13 диво

    ди́в||о
    с τό θαύμα, τό θαυμάσιο[ν]· ◊ на \диво θαύμα, περίφημα· что за \диво1 παράξενο πράγμα!· это не \диво (ничего удивительного) τίποτε τό παράξενο, τίποτε τό ἐκπληκτικό· \дивоу даваться разг ἀπορώ πῶς, ἀπορώ καί ἐξίσταμαι.

    Русско-новогреческий словарь > диво

  • 14 miracle

    ['mirəkl]
    1) (something which man is not normally capable of making happen and which is therefore thought to be done by a god or God: Christ's turning of water into wine was a miracle.) θαύμα
    2) (a fortunate happening that has no obvious natural cause or explanation: It's a miracle he wasn't killed in the plane crash.) θαύμα
    - miraculously

    English-Greek dictionary > miracle

  • 15 чудный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. βανματουργός, -γικός• μαγικός• παράδοξος• υπερφυής, υπερκόσμιος.
    2. θαυμάσιος, εξαίσιος, θεΐκός, θεσπέσιος. || λαμπρός• εξαιρετικός, υπέροχος, θαυμάσιος, θαύμα•

    -ая погода καιρός—θαύμα (θαυμάσιος).

    Большой русско-греческий словарь > чудный

  • 16 Marvel

    subs.
    P. and V. θαῦμα, τό, ἔκπληξις, ἡ, θάμβος, τό (rare P. but used in Thuc. and Plat.).
    An object of wonder: P. and V. θαῦμα, τό.
    Patent: P. and V. τέρας, τό (Plat.).
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. θαυμάζειν, ποθαυμάζειν, ἐκπλήσσεσθαι, V. θαμβεῖν.
    Marvel at: P. and V. θαυμάζειν (acc.) ποθαυμάζειν (acc.), ἐκπλήσσεσθαι (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Marvel

  • 17 Sensation

    subs.
    Perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ, V. αἴσθημα, τό.
    Feeling: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.
    Object of wonder: P. and V. θαῦμα, τό.
    Astonishment: P. and V. ἔκπληξις, ἡ, θαῦμα, τὸ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sensation

  • 18 Surprise

    subs.
    P. and V. θαῦμα, τό, θάμβος, τό (Thuc. and Plat. but rare P.).
    Dismay: P. and V. ἔκπληξις, ἡ.
    Something new: P. and V. νέον τι, καινόν τι.
    The surprises of war: P. τοῦ πολέμου ὁ παράλογος (Thuc. 1, 78).
    ( In military sense), surprise of a position: P. κλοπή, ἡ (Xen.).
    By surprise, unexpectedly: P. ἐξ ἀπροσδοκήτου.
    Take by surprise, v.; use P. and V. καταλαμβνειν; see surprise, v.
    Attack unexpectedly: P. ἀπροσδοκήτῳ τινὶ ἐπιτίθεσθαι.
    Taken by surprise, off one's guard: use adj., P. and V. φύλακτος, ἄφρακτος (Thuc.), P. ἀπαράσκευος.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. θαῦμα παρέχειν (dat.).
    Dismay: P. and V. ἐκπλήσσειν, P. καταπλήσσειν.
    Be surprised: P. and V. θαυμάζειν, ποθαυμάζειν, V. θαμβεῖν.
    Come upon suddenly, overtake: P. and V. καταλαμβνειν, αἱρεῖν, λαμβνειν, P. ἐπιλαμβάνειν; see Overtake.
    Catch in the act: P. and V. λαμβνειν, καταλαμβνειν (Eur., Cycl.). αἱρεῖν, φωρᾶν, ἐπʼ αὐτοφώρῳ λαμβνειν, P. καταφωρᾶν.
    Surprised in the act: V. ἐπληπτος.
    They took alarm and sought to surprise ( the enemy): P. δείσαντες προκαταλαβεῖν ἐβούλοντο (Thuc. 3, 3).
    Surprise a position ( in military sense): Ar. and P. καταλαμβνειν, P. προκαταλαμβάνειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Surprise

  • 19 Wonder

    subs.
    P. and V. θαῦμα, τό, ἔκπληξις, ἡ, θάμβος, τό (Thuc. and Plat. but rare P.).
    That which causes wonder: P. and V. θαῦμα, τό.
    Portent: P. and V. τέρας, τό.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. θαυμάζειν, ποθαυμάζειν, V. θαμβεῖν; see Marvel.
    Wonder at: P. and V. θαυμάζειν (acc.), ποθαυμάζειν (acc.), V. θαμβεῖν (acc.); see marvel at.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wonder

  • 20 волшебство

    волшеб||ство́
    с
    1. ἡ μαγεία, τά μάγια, ἡ μαγγανεία·
    2. перен τό θαύμα, ἡ μαγεία:
    как по \волшебствоству́ ὡς ἐκ θαύματος, ὡς διά μαγείας.

    Русско-новогреческий словарь > волшебство

См. также в других словарях:

  • θαύμα — θαύμα, το και θάμα, το, ατος 1. ένα υπερφυσικό γεγονός που δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική και τα επιστημονικά δεδομένα: Ο Χριστός έκανε πολλά θαύματα. 2. εξαιρετικό ανθρώπινο έργο: Τα επτά θαύματα του κόσμου. 3. πράγμα απίθανο: Θα είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαῦμα — wonder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • Θαῦμα — Θαύμας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσας — θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem acc pl (doric) θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem gen sg (doric) θαυμάσᾱς , θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαῦμ' — θαῦμα , θαῦμα wonder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμᾶς — θαυμᾶ̱ς , θαυμάζω wonder fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσαι — θαυμά̱σᾱͅ , θαυμάζω wonder fut part act fem dat sg (doric) θαυμάζω wonder aor inf act θαυμάσαῑ , θαυμάζω wonder aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσαις — θαυμά̱σαις , θαυμάζω wonder fut part act fem dat pl (doric) θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) θαυμάζω wonder aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαῦμ' — Θαῦμα , Θαύμας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαύμας — Θαύμᾱς , Θαύμας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»