-
1 γέγωνα
γέγωνα, perf. II. mit Präsensbedtg, rufend gehört, vernommen werden, auch γεγωνέω und γεγώνω; von γέγωνα Hom. γέγωνε praes. Odyss. 5, 400, γεγωνώς Iliad. 13, 149; von γεγωνέω infin. γεγωνεῖν Iliad. 12, 337, ἐγεγώνευν 1. singul. Odyss. 17, 161, γεγώνευν 1. singul. 12, 370, γεγώνευν 3. plur. 9, 47; von γεγώνω praeterit. ἐγέγωνεν Iliad. 14, 469, praeterit. γέγωνε Odyss. 8, 305 Iliad. 24, 703; von γεγώνω oder von γέγωνα infin. γεγωνέμεν Iliad. 8, 223; von γεγωνέω oder von γέγωνα praeter. ἐγεγώνει Odyss. 21, 368. Vgl. im Allgem. Herodian. Scholl. Iliad. 12, 337. Nachhomerische Formen: conj. γεγώνω Soph. O. C. 214; γέγωνε imperat. Philoct. 238 Aesch. Prom. 193; γεγωνείτω Xen. Cyn. 6, 24; γεγωνῆσαι Aesch. Prom. 990; γεγωνήσομεν Eur. Ion. 696; γεγωνητέον Pind. Ol. 2, 6. Daneben Homerische Formen: γεγωνεῖν Pind. Ol. 3, 9 Plat. Hipp. maior. 292 d. – Ueber die Bdtg vgl. Lehrs Aristarch. p. 107: Scholl. Aristonic. Iliad. 8, 223 πρὸς τὴν τάξιν τῆς νεωλκίας ἡ παρατήρησις, καὶ πρὸς τὸ γεγωνέμεν, ὅτι οὐ ψιλῶς ἐστι φωνεῖν ἀλλ' ἀκουστὸν φϑέγγεσϑαι. Nämlich nach Hom. wurde das Wort einfach in der Bdtg »sagen«, »sprechen« gebraucht, z. B. Aesch. Prom. 193 Soph. Philoct. 238. In dieser Bdtg = »sagen« erscheint das Wort auch Odyss. 17, 161 τοῖον ἐγὼν οἰωνὸν ἐφρασάμην καὶ Τηλεμάχῳ ἐγεγώνευν, unächte Stelle, s. Scholl. Didym. 17, 160. Homerisch ist das Wort gebraucht z. B. Odyss. 6, 294 ἔνϑα δὲ πατρὸς ἐμοῠ τέμενος τεϑαλυῖά τ' ἀλωή, τόσσον ἀπὸ πτόλιος ὅσσον τε γέγωνε βοήσας, so weit wie der Ruf eines Menschen gehört wird; γέγωνέ τε πᾶν κατὰ ἄστυ, ihr Ruf wurde in der ganzen Stadt vernommen, Il. 24, 703; οὔ πώς οἱ ἔην βώσαντι γεγωνεῖν, sein Ruf konnte nicht vernommen werden, Il. 12, 337; ἤυσεν δὲ διαπρύσιον, Δαναοῖσι γεγωνώς 8, 227. – Eur. Ion. 696 ἐς οὖς γεγωνήσομεν, ins Ohr schreien; Pind. u. Tragg. = laut reden, verkündigen, c. acc., Πυϑιονίκας, Θήρωνα, Pind. P. 9, 3 Ol. 2, 6, preisen; νυκτίφοιτ' ὀνείρατα Aesch. Prom. 660; τινί τι 786; Soph. Phil. 238. Von leblosen Dingen = schallen, ertönen, Arist. de anim. 2, 8.
См. также в других словарях:
Θήρωνα — Θήρων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… … Dictionary of Greek
ιμέρα — Αρχαία πόλη της Σικελίας. Ήταν χτισμένη στη βόρεια παραλία του νησιού, δυτικά των εκβολών του ομώνυμου ποταμού. Η Ι. ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από αποίκους της Ζάγκλης και από Συρακούσιους εξόριστους. Τα νομίσματά της του 6ου και 5ου αι … Dictionary of Greek
Αινησίδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος από την Κνωσό (1ος; αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και έθεσε ως σκοπό του να επαναφέρει τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό, που τότε είχε μεταμορφωθεί σε εκλεκτισμό από τον Φίλωνα τον Λαρισαίο και τον Αντίοχο… … Dictionary of Greek
Ακράγας ή Ακράγαντας — Αρχαία ελληνική πόλη της Σικελίας. Στην τοποθεσία της βρίσκεται σήμερα η πόλη Αγκριτζέντο (Agrigento, 52.900 κάτ. το 2002). Αποτελεί πρωτεύουσα επαρχίας, χτισμένη σε λόφο που δεσπόζει στη θάλασσα, περίπου 4 χλμ. από τη νότια ακτή του νησιού, όπου … Dictionary of Greek
Γέλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γ. Α’ (περ. 540 – 478 π.Χ.). Τύραννος της Γέλας και των Συρακουσών, γιος του Δεινομένη. Καταγόταν από τον ιεραρχικό οίκο του Τηλίνη, ιερέα των χθόνιων θεοτήτων, από την Τήλο. Αρχικά, αρχηγός ιππικού του τυράννου της… … Dictionary of Greek
Δαμαρέτη — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Κόρη του Θήρωνα και σύζυγος του Γέλωνα, αμφότεροι τύραννοι των Συρακουσών. Μετά τον θάνατο του Γέλωνα, η Δ. παντρεύτηκε τον αδελφό του Πολύζηλο. Η Δ. ήταν εκείνη που παρακίνησε τον Γέλωνα να επισπεύσει τη σύναψη… … Dictionary of Greek
Θρασυδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Αλευαδών. Αφού επιχείρησε, μάταια, μαζί με τον Θώρακα και τον Ευρύπολο να αντιμετωπίσει τον Ξέρξη, μήδισε και πέρασε στο περσικό… … Dictionary of Greek