-
21 Tomb
subs.P. and V. θήκη, ἡ, μνῆμα, τό, τάφος, ὁ (Dem. 187 also 426), Ar. and P. σῆμα, τό, Ar. and V. ταφή, ἡ, τύμβος, ὁ, V. χῶμα, τό (rare P.), τύμβευμα, τό.One who rifles tombs: Ar. τυμβώρυχος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tomb
-
22 Trunk
subs.Trunk of human body: P. and V. κύτος, τό (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trunk
-
23 cap
1) θήκη2) σκούφος3) τραγιάσκα -
24 case
1) βαλίτσα2) θήκη3) περιστατικό4) υπόθεση -
25 crown
1) θήκη2) κορόνα3) κορώνα4) στέμμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θήκη — case fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκῃ — θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η 1. σκεύος για τη φύλαξη κάποιου αντικειμένου: Θήκη εργαλείων. – Θήκη πιστολιού. – Θήκη για τα γυαλιά κτλ. 2. θηκάρι: Θήκη του ξίφους. 3. συνθετικό πολλών λέξεων: Βιβλιοθήκη, πιατοθήκη, τσιγαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θήκη συνόλου — (Μαθημ.).Το σύνολο των σημείων επαφής ενός συνόλου ΑΠ (σύνολο των πραγματικών αριθμών). Ένα σημείο ξ της ευθείας των πραγματικών αριθμών ονομάζεται σημείο επαφής του συνόλου Α τότε και μόνο τότε αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα Χ∈Α με… … Dictionary of Greek
μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων … Dictionary of Greek
θηκιάζω — [θήκη] τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιο («θηκιάζω τα ρούχα») … Dictionary of Greek
θήκηι — θήκῃ , θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκῶν — θήκη case fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆκαι — θήκη case fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκαις — θήκη case fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)