Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

θέτω

  • 101 обращение

    ουδ.
    1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.
    2. μεταβολή, μετατροπή•

    обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.

    || μεταποίηση• αλλαγή.
    3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•

    изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.

    4. αφοσίωση, επίδοση•

    обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.

    5. αλλαξοπιστία•

    обращение в христианство εκχριστιανισμός.

    6. τροπή•

    обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.

    7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).
    8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•

    хорошее καλή συμπεριφορά•

    жестокое обращение κακομεταχείριση.

    9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•

    обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.

    10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση).

    Большой русско-греческий словарь > обращение

  • 102 обставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. περί,θέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω περιφράζω. || μτφ. (παρα)γεμιζω•, συμπληρώνω πλουτίζω.
    2. επιπλώνω•

    обставить квартиру επιπλώνω διαμέρισμα.

    || εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη.
    3. μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά•

    обставить празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό.

    4. ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον.
    5. (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω.
    6. (εξ)απατώ.
    1. περιβάλλομαι, περ ιστό ιχίζομαι.
    2. επιπλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обставить

  • 103 обусловить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω όρο, θέτω ρήτρα•

    он ничем не -ил своего содействия αυτός δεν έβαλε κανένα όρο για.τη συνεργασία του.

    2. καθορίζω, προσδιορίζω, χρησιμεύω σαν αιτία•

    планомерный труд -ил успех дела η εργασία με πλάνο καθόρισε την επιτυχία της υπόθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > обусловить

  • 104 оговорить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. διαβάλλω, κακολογώ, αδικοβγάζω, συκοφαντώ.
    2. θέτω, βάζω όρο, προύπόθεση.
    3. παραλείπω να αναφέρω.
    4. (απλ.) κάνω παρατήρηση, κατακρίνω.
    1. προειδοποιώ, προλέγω.
    2. παραλείπω να αναφέρω (από λάθος).

    Большой русско-греческий словарь > оговорить

  • 105 оставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.

    || βάζω, θέτω•

    оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.

    || αφήνω•

    оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•

    оставить следы αφήνω ίχνη•

    он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•

    оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•

    оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.

    2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•

    оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•

    оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•

    оставить бороду αφήνω γένεια•

    оставить усы αφήνω μουστάκια.

    3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.
    4. εγκαταλείπω, παρατώ•

    комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•

    он -ил город αυτός άφησε την πόλη•

    оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•

    он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•

    оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.

    5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•

    оставить на работе αφήνω στη δουλειά•

    оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.

    6. σταματώ, διακόπτω•

    оставить разговор αφήνω την κουβέντα.

    || αποβάλλω, διώχνω•

    -ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•

    оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.

    7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•

    оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».

    εκφρ.
    в покое – αφήνω ήσυχο•
    оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•
    не своими милостями ή своим покровительствомπαλ. δεν αφήνω στο έλεος.

    Большой русско-греческий словарь > оставить

  • 106 перебаллотировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ. βάζω, θέτω ξανά σε ψηφοφορία.
    ξαναβάζω υποψηφιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > перебаллотировать

  • 107 переконструировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. ξανακατασκευάζω, ξανακαταρτίζω, ξανασυν-θέτω.

    Большой русско-греческий словарь > переконструировать

  • 108 подвести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.
    2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).
    μτφ. βάζω, υποτάσσω.
    3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.
    4. κάνω, εκτελώ•

    подвести счёт κάνω λογαριασμό.

    5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,
    6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.
    εκφρ.
    подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•
    живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).
    -йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвести

  • 109 подставить

    ρ.σ.μ.
    1. υποβάλλω, υποθέτω,βάζω αποκάτω. || βάζω υποστήριγμα.
    2. φέρω κοντά, πλησιάζω• βάζω•

    подставить ухо у двери прислушиваться βάζω το αυτί κοντά στην πόρτα για να κρυφακούσω.

    || τοποθετώ, θέτω•

    подставить пешку под удар βάζω (δίνω) πιόνι για.να το χτυπήσει.

    3. αντικατασταίνω, αλλάζω.
    εκφρ.
    ногу (ножку) – βάζω τρικλοποδιά (μηχανορραφώ).

    Большой русско-греческий словарь > подставить

  • 110 подчинить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подчинённый, βρ: -нён, -нена, -но.
    1. υποτάσσω, κατακτώ•

    подчинить совсем καθυποτάσσω.

    2. θέτω, βάζω, υπάγω κάτω από την εξουσία μου εξαρτώ•

    подчинить свои действия голосу рассудка υποτάσσω τις ενέργειες μου στη φωνή του λογικού•

    закону υποτάσσω στο νόμο•

    подчинить своему влиянию кого-Η.

    επηρεάζω κάποιον.
    3. (γραμμ.) εξαρτώ•

    одному главному предложению могут быть подчинены несколько придаточных σε μια κύρια πρόταση μπορεί να υποταχτούν κάμποσες δευτερεύουσες.

    υποτάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > подчинить

  • 111 поместить

    -мещу, -местишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. помещённый, βρ: -щён, -щена, -но
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, θέτω, βάζω σε θέση, εγκαθιστώ, παρέχω θέση•

    поместить туристов в гостинице εγκαθιστώ τους τουρίστες στο ξενοδοχείο•

    поместить все книги можно поместить в шкафу όλα τα βιβλία μπορεί να χωρέσουν στη βιβλιοθήκη•

    поместить ребнка в детдом βάζω το παιδάκι στο παιδικό άσυλο•

    поместить деньги в сберкассу βάζω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    2. καταχωρώ• συμπεριλαβαίνω•

    статью в журнале βάζω το άρθρο στο περιοδικό•

    поместить объявление в газете δημοσιεύω ανακοίνωση στην εφημερίδα.

    1. χωρώ• (συ μ) περιλαμβάνομαι.
    2. εγκατασταινομαι (σε σπίτι). || κάθομαι, πιάνω θέση.

    Большой русско-греческий словарь > поместить

  • 112 посадишь

    ρ.σ.μ.
    1. φυτεύω•

    посадишь яблоню φυτεύω μηλιά.; посадишь цветы φυτεύω λουλούδια.

    2. καθίζω, βάζω (βοηθώ) να καθίσει.
    3. αναγκάζω, υποχρεώνω•

    посадишь ребнка на уроки βάζω το παιδάκι να κάνει τα μαθήματα.

    || επιβιβάζω, μπαρκάρω παρέχω θέση. || διορίζω, τοποθετώ. || καθορίζω•

    посадишь больного на диету καθορίζω δίαιτα για τον άρρωστο.

    4. θέτω•

    посадишь под арест βάζω υπο κράτηση•

    посадишь в тюрьму φυλακίζω•

    посадишь собаку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα.

    5. προσγειώνω. || (για σκάφος) προσκρούω, καθίζω. || φορώ, ντύνω.
    7. επιθέτω•

    посадишь заплату βάζω μπάλωμα, μπαλώνω.

    8. εγκατασταίνω•

    посадишь на землю εγκατασταίνω σε μόνιμη διαμονή (μη νομαδική).

    Большой русско-греческий словарь > посадишь

  • 113 посажать

    ρ.σ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει•

    посажать всех гостей βάζω να καθίσουν όλοι, οι φιλοξενούμενοι.

    || βάζω, θέτω•

    посажать все пироги в печь βάζω όλες τις πίτες στο φούρνο.

    2. φυτεύω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > посажать

  • 114 предложить

    -ложу, -ложишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. προσφέρω, παρέχω, δίνω•

    предложить другу-свои книги δίνω στο φίλο τα βιβλία μου.

    2. προτείνω•

    новый план προτείνω νέο σχέδιο (πλάνο)•

    предложить кандидата в депутаты προτείνω υποψήφιο για βουλευτή.

    3. επιφορτίζω δίνω (παραγγελίες για εκτέλεση). || βάζω, θέτω•

    предложить -задачу βάζω πρόβλημα (για λύση).

    εκφρ.
    предложить рукуπαλ. ζητώ το χέρι της (•ζητώ σε γάμο, κάνω πρόταση γάμου)•
    предложить тост – εγείρω πρόποση, προσφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > предложить

  • 115 привести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. приведя
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•

    ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•

    побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•

    обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•

    привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•

    -к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•

    привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•

    привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•

    привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.

    2. βάζω, θέτω•

    привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.

    3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•

    привести в готовность ετοιμάζω•

    привести в исполнение εκτελώ•

    привести в порядок τακτοποιώ•

    привести в негодность αχρηστεύω.

    || (μαθ.) τρέπω•

    привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.

    4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•

    привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•

    привести к поражению οδηγώ στην ήττα.

    5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•

    привести пример φέρω παράδειγμα•

    привести аргументы φέρω επιχειρήματα•

    он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.

    εκφρ.
    привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•
    привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•
    не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•
    -дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•
    не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•
    ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.
    απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > привести

  • 116 приделать

    ρ.σ.μ.
    1. (προσ)θέτω, βάζω•

    замки к дверям βάζω κλειδαριές στις πόρτες.

    2. κάνω, φτιάχνω, δημιουργώ.
    τοποθετούμαι, μπαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > приделать

  • 117 пришлёпнуть

    ρ.σ.
    1. συνθλίβω, χτυπώ, σκοτώνω• ξεκοιλιάζω•

    пришлёпнуть комара рукой σκοτώνω το κουνούπι με το χέρι.

    2. χτυπώ ελαφρά.
    3. (απλ.) θέτω, βάζω πατώ•

    пришлёпнуть печать πατώ σφραγίδα.

    Большой русско-греческий словарь > пришлёпнуть

  • 118 разместить

    -мещу, -местишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размещённый, βρ: -щён, -щена -ό ρ.σ.μ.
    1. θέτω, βάζω, τοποθετώ• τακτοποιώ•

    разместить мебель в комнате τακτοποιώ τα έπιπλα στο δωμάτιο•

    раненых -ли в домах τους τραυματίες τους τακτοποίησαν στα σπίτια.

    2. κατανέμω• διανέμω.
    τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разместить

  • 119 расшевелить

    -велю, -вели ь, παθ. μτχ. πο:ρλθ. χρ. расшевеленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    1. ανακινώ• ανασκαλεύω•

    расшевелить углы в печке ανασκαλεύω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.

    || βάζω (θέτω) σε κίνηση• διεγείρω, ξυπνώ.
    2. μτφ. δραστηριοποιώ, παρακινώ, προτρέπω.
    1. κουνιέμαι, σαλεύω.
    2. ζωηρεύω, δραστηριοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > расшевелить

  • 120 спуд

    α.
    παλ. κρύπτη, κρυψώνα.
    εκφρ.
    из-под -а извлечь ή вынуть – βγάζω από την κρύπτη (θέτω σε χρήση)•
    под спуд положить ή класть – βάζω στην κρύπτη (αφήνω αχρησιμοποίητο)•
    под -ом лежать, держать, оставаться – κείμαι, κρατιέμαι, παραμένω αχρησιμοποίητος, λησμονημένος.

    Большой русско-греческий словарь > спуд

См. также в других словарях:

  • θέτω — θέτω, έθεσα βλ. πίν. 137 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • θέτω — έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος 1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα. 2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία. 3. αποδέχομαι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θετῷ — θετός placed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέτω — θέτης one who places masc gen sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθέτω — θέτω κάτι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ενθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • υπάγω — θέτω κάποιον ή κάτι στην κυριότητα κάποιου, τον κατατάσσω, τον εντάσσω: Δεν υπάγομαι σ’ αυτήν την κατηγορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιστιοθετώ — έω ναυτ. τοποθετώ στην ιστιοθήκη τού πλοίου τα ιστία τα οποία δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν άμεσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + θετῶ (< θέτης < θέτω), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] …   Dictionary of Greek

  • προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …   Dictionary of Greek

  • εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • θυγατροθετώ — θυγατροθετῶ, έω (Μ) παίρνω κάποιαν ως θετή θυγατέρα, ως κόρη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θηγατρός) + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»