-
21 ἐβρίθετο
-
22 εκλάθετο
ἐκλανθάνωescape notice utterly: aor ind mid 3rd sg (epic ionic)ἐκλά̱θετο, ἐκλανθάνωescape notice utterly: imperf ind mp 3rd sg (doric) -
23 ἐκλάθετο
ἐκλανθάνωescape notice utterly: aor ind mid 3rd sg (epic ionic)ἐκλά̱θετο, ἐκλανθάνωescape notice utterly: imperf ind mp 3rd sg (doric) -
24 ελάθετο
λανθάνωescape notice: aor ind mid 3rd sgἐλά̱θετο, λανθάνωescape notice: imperf ind mp 3rd sg (doric) -
25 ἐλάθετο
λανθάνωescape notice: aor ind mid 3rd sgἐλά̱θετο, λανθάνωescape notice: imperf ind mp 3rd sg (doric) -
26 εξελάθετο
ἐκλανθάνωescape notice utterly: aor ind mid 3rd sgἐξελά̱θετο, ἐκλανθάνωescape notice utterly: imperf ind mp 3rd sg (doric) -
27 ἐξελάθετο
ἐκλανθάνωescape notice utterly: aor ind mid 3rd sgἐξελά̱θετο, ἐκλανθάνωescape notice utterly: imperf ind mp 3rd sg (doric) -
28 επελάθεθ'
ἐπελάθετο, ἐπιλανθάνομαιcause to forget: aor ind mid 3rd sgἐπελά̱θετο, ἐπιλανθάνομαιcause to forget: imperf ind mp 3rd sg (doric)ἐπελάθετε, ἐπιλανθάνομαιcause to forget: aor ind act 2nd plἐπελά̱θετε, ἐπιλανθάνομαιcause to forget: imperf ind act 2nd pl (doric) -
29 ἐπελάθεθ'
ἐπελάθετο, ἐπιλανθάνομαιcause to forget: aor ind mid 3rd sgἐπελά̱θετο, ἐπιλανθάνομαιcause to forget: imperf ind mp 3rd sg (doric)ἐπελάθετε, ἐπιλανθάνομαιcause to forget: aor ind act 2nd plἐπελά̱θετε, ἐπιλανθάνομαιcause to forget: imperf ind act 2nd pl (doric) -
30 επελάθετο
ἐπιλανθάνομαιcause to forget: aor ind mid 3rd sgἐπελά̱θετο, ἐπιλανθάνομαιcause to forget: imperf ind mp 3rd sg (doric) -
31 ἐπελάθετο
ἐπιλανθάνομαιcause to forget: aor ind mid 3rd sgἐπελά̱θετο, ἐπιλανθάνομαιcause to forget: imperf ind mp 3rd sg (doric) -
32 επύθεθ'
ἐπύ̱θετο, πύθωcause to rot: imperf ind pass 3rd sgἐπύθετο, πυνθάνομαιlearn: aor ind mid 3rd sgἐπύθετε, πυνθάνομαιlearn: aor ind act 2nd pl -
33 ἐπύθεθ'
ἐπύ̱θετο, πύθωcause to rot: imperf ind pass 3rd sgἐπύθετο, πυνθάνομαιlearn: aor ind mid 3rd sgἐπύθετε, πυνθάνομαιlearn: aor ind act 2nd pl -
34 επύθετ'
ἐπύ̱θετο, πύθωcause to rot: imperf ind pass 3rd sgἐπύθετο, πυνθάνομαιlearn: aor ind mid 3rd sgἐπύθετε, πυνθάνομαιlearn: aor ind act 2nd pl -
35 ἐπύθετ'
ἐπύ̱θετο, πύθωcause to rot: imperf ind pass 3rd sgἐπύθετο, πυνθάνομαιlearn: aor ind mid 3rd sgἐπύθετε, πυνθάνομαιlearn: aor ind act 2nd pl -
36 επύθετο
-
37 ἐπύθετο
-
38 θέτ'
θέτα, θέτηςone who places: masc voc sgθέτα, θέτηςone who places: masc nom sg (epic)θέται, θέτηςone who places: masc nom /voc plθέτᾱͅ, θέτηςone who places: masc dat sg (doric aeolic)θέτε, τίθημιp: aor imperat act 2nd plθέται, τίθημιp: aor subj mid 3rd sg (epic)θέτο, τίθημιp: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) -
39 κατεπύθετο
κατεπύ̱θετο, καταπύθωputrefy: imperf ind pass 3rd sg -
40 λάθετο
λανθάνωescape notice: aor ind mid 3rd sg (epic ionic)λά̱θετο, λανθάνωescape notice: imperf ind mp 3rd sg (doric)
См. также в других словарях:
θέτο — τίθημι p aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο … Dictionary of Greek
ἐπλάθετο — ἐπλά̱θετο , πλάθω approach imperf ind mp 3rd sg ἐπλά̱θετο , πλήθω to be full imperf ind mp 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
УСЫНОВЛЕНИЕ — • Adoptio, сокр. из adoptatio, различают: a) adoptio в тесном смысле слова, когда лицо, которое хотят усыновить, находится само еще под отеческой властью, b) arrogatio, если усыновляемый достиг уже гражданской… … Реальный словарь классических древностей
ATALANTA — I. ATALANTA Arcadica virgo, et venatrix, Iasii sive Iasionis, vel, ut alii malunt, Abantis Regis Argivorum, filia, quae, conservandae virginitatis studiô, Dianae se dedit comitem, sub qua meruit in silvis, adeo ut vastissimum aprum interfecerit… … Hofmann J. Lexicon universale
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek
νομοθέτημα — το (ΑΜ νομοθέτημα) [νομοθετώ] κείμενο που έχει τον χαρακτήρα νόμου, κανόνας δικαίου, αλλ. θετό δίκαιο αρχ. σύμβαση, ύπαρξη κατά σύμβαση («τά δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα ἀλλά βλαστήματα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
πάμφυλος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Αιγιμία και αδελφός του Δυμάνα. Βασίλεψε στην Πίνδο της Δωρίδας Δωριέων, και πολέμησε μαζί με τον θετό αδελφό του Ύλλο, γιο του Ηρακλή, στην Πελοπόννησο. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε μαζί με τον αδελφό του … Dictionary of Greek
παραπαίδι — το 1. θετό παιδί 2. παραγιός ή παρακόρη … Dictionary of Greek
τέκνο — το / τέκνον, ΝΜΑ 1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ. β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ. γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα»,… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek