Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

θέλω+το

  • 1 vouloir

    θέλω

    Dictionnaire Français-Grec > vouloir

  • 2 chtít

    θέλω

    Česká-řecký slovník > chtít

  • 3 chcieć

    θέλω

    Słownik polsko-grecki > chcieć

  • 4 pragnąć

    θέλω

    Słownik polsko-grecki > pragnąć

  • 5 zechcieć

    θέλω

    Słownik polsko-grecki > zechcieć

  • 6 istemek

    θέλω, ζητώ, απαιτώ

    Türkçe-Yunanca Sözlük > istemek

  • 7 хотеть

    хочу, хочешь, хочет, хотим, хотите, хотят
    ρ.δ.
    θέλω• επιθυμώ•

    хотеть пить θέλω να πιώ•

    хотеть есть θέλω να φάω•

    хочу хлеба θέλω ψωμί•

    делайте, как хотите κάνετε, όπως θέλετε.

    || προτίθεμαι, σκοπεύω•

    я хотел вам написать письмо ήθελα να σας γράψω γράμμα...

    || επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ (να αποκτήσω)•

    хотеть мира и любви θέλω ειρήνη και αγάπη.

    || (για σεξουαλική ικανοποίηση)• θέλω.
    εκφρ.
    что хочешь – ό,τι θέλεις (απ όλα)•
    сколько -чешь – όσο (όσα) θέλεις•
    где -чешь – όπου θέλεις•
    как -чешь – όπως θέλεις•
    хочешь не хочешь ή хошь не хошь – θέλοντας μη θέλοντας, εκών άκων.
    θέλω• επιθυμώ•

    мне хочется домой εγώ θέλω να πάω σπίτι μου•

    мне хочется пить θέλω να πιώ•

    ей хочется спать αυτή θέλει να κοιμηθεί•

    ему хотетьлось что-то сказать αυτός ήθελε κάτι να πει.

    Большой русско-греческий словарь > хотеть

  • 8 желать

    ρ.δ.
    1. μ., επιθυμώ, θέλω•

    желать познакомиться θέλω να γνωριστούμε•

    родители не -ют этого брака οι γονείς δεν τον θέλουν αυτόν τον γάμο.

    || ποθώ, έχω καημό" желать его видеть ποθώ να τον ιδώ. || εύχομαι•

    желать доброго пути εύχομαι καλό ταξίδι•

    желать вам здоровье и счастье σας εύχομαι υγεία και ευτυχία•

    -ю вам успехов σας εύχομαι (καλές) επιτυχίες•

    - вам всего хорошего (ή доброго) σας εύχομαι ό,τι καλό.

    2. αγαπώ•

    я ее -ю εγώ την θέλω.

    εκφρ.
    оставляет желать многого (ή лучшего) – έχει ακόμα ελλείψεις.
    απρόσ. θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > желать

  • 9 хотеть

    хотеть θέλω, επιθυμώ; чего вы хотите? τι θέλετε; я хотел бы пойти...θα ήθελα πολύ να πηγαίνω...· как хотите όπως θέλετε, όπως επιθυμείτε \хотеться безл.: мне (не) хочется... (δεν) θέλω να...· мне хотелось бы... θα ήθελα να...
    * * *
    θέλω, επιθυμώ

    чего́ вы хоти́те? — τι θέλετε

    я хоте́л бы пойти́… — θα ήθελα πολύ να πηγαίνω…

    как хоти́те — όπως θέλετε, όπως επιθυμείτε

    Русско-греческий словарь > хотеть

  • 10 расхотеть

    расхотеть
    сов разг παύω νά θέλω, μοῦ κόβεται ἡ διάθεση (или ἡ ὅρεξη), δέν θέλω:
    я расхотел идти́ δέν θέλω πιά νά πάω.

    Русско-новогреческий словарь > расхотеть

  • 11 хотеть

    хот||еть
    несов θέλω/ ἐπιθυμώ (желать):· \хотеть есть θέλω νά φά(γ)ω· \хотеть спать θέλω νά κοιμηθώ· \хотеть мира ἐπιθυμώ είρήνη· мне \хотетьелось бы его́ ви́деть θά ήθελα νά τόν ἱδῶ· как \хотетьйте ὅπως θέλετε, ὅπως ἐπιθυμείτε· он делает, что хочет κάνει, ὅτι θέλει· что вы \хотетьи́те сказать? τί θέλετε νά πείτε;·\хотетьел бы я знать всю правду θά ήθελα νά ξέρω ὅλην τήν ἀλήθεια· ◊ хочешь не хочешь разг τό θέλεις δέν τό θέλεις, δέν θέλοντας καί μή.

    Русско-новогреческий словарь > хотеть

  • 12 хотеться

    хоте||ться
    безл перевод, личными формами глаголов θέλω, ἐπιθυμώ:
    мне хочется поговорить с ним θέλω νά τοῦ μιλήσω· мне не хочется слышать об этом δέν θέλω ν' ἀκούσω γι ' αὐτό· не так, как \хотетьсялось бы ὄχι ὅπως θά ήθελα.

    Русско-новогреческий словарь > хотеться

  • 13 захотеть

    -очу, -очешь, -очет, -отим, -отите, -отят
    ρ.σ. θέλω•

    если он -очет, это будет άμα αυτός το θελήσει, θα γίνει.

    θέλω•

    мне -лось пить чаю θέλω να πιω τσάι.

    Большой русско-греческий словарь > захотеть

  • 14 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 15 просить

    прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. ζητώ, αιτώ•

    просить помощи ζητώ βοήθεια•

    просить прощения ζητώ συγγνώμη.

    || προτείνω, παρακαλώ•

    -шу садиться παρακαλώ καθήστε•

    здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•

    просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.

    2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.
    3. (προσ)καλώ, φωνάζω.
    4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•

    он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.

    5. ζητώ ελεημοσύνη.
    6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.
    εκφρ.
    прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.
    1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•

    просить отпуск ζητώ άδεια•

    просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.

    2. αιτούμαι, ζητώ•

    просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.

    3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.
    εκφρ.
    просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω).

    Большой русско-греческий словарь > просить

  • 16 расхотеть

    ρ.σ. δε θέλω, δεν επιθυμώ, μου κόβεται η όρεξη, η διάθεση•

    расхотеть спать μούφύγε ο ύπνος•

    расхотеть пить μου πέρασε η δίψα,δε θέλω τώρα να πιώ.

    δε θέλω, δεν επιθυμώ κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > расхотеть

  • 17 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 18 спать

    сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящий
    ρ.δ.
    1. κοιμούμαι•

    глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•

    я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•

    мне хочется θέλω να κοιμηθώ.

    || (για νεκρούς)• αναπαύομαι.
    2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•

    а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).

    3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.
    εκφρ.
    спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.
    κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ.

    Большой русско-греческий словарь > спать

  • 19 больше

    больше 1. (сравн. cm. от большой ) μεγαλύτερος περισσότερος (по количеству)' этот зал \больше αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη 2. (сравн. cm. от много ) περισσότερο как можно \больше όσο το δυνατό περισσότερο спасибо, я \больше не хочу ευχαριστώ, δε θέλω άλλο
    * * *
    1. сравн. ст. от большой
    μεγαλύτερος; περισσότερος ( по количеству)

    э́тот зал бо́льше — αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη

    2. сравн. ст. от много

    как мо́жно бо́льше — όσο το δυνατό περισσότερο

    спаси́бо, я бо́льше не хочу́ — ευχαριστώ, δε θέλω άλλο

    Русско-греческий словарь > больше

  • 20 желать

    желать 1) επιθυμώ, θέλω ποθώ (сильно ) 2) (высказывать пожелание) εύχομαι \желатью вам счастья σας εύχομαι ευτυχία
    * * *
    1) επιθυμώ, θέλω; ποθώ ( сильно)

    жела́ю вам сча́стья — σας εύχομαι ευτυχία

    Русско-греческий словарь > желать

См. также в других словарях:

  • θέλω — θέλω, θέλησα βλ. πίν. 157 (και ως απρόσ. θέλει) Σημειώσεις: θέλω : χρησιμοποιείται η λόγια μτχ. ηθελημένος ως επίθετο (→ σκόπιμος, με πρόθεση) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — ήθελα, θέλησα, θελημένος, η, ο 1. επιθυμώ: Θέλει να σπουδάσει – Θέλοντας μη θέλοντας έκανα αυτό που μου ζήτησες. 2. χρειάζομαι: Ο άρρωστος θέλει γιατρό. – Τα χωράφια θέλουν βροχή. – Το φαγητό θέλει λίγη ώρα ακόμη για να βράσει. 3. μου αξίζει κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'θέλω — ἐθέλω , ἐθέλω to be willing pres subj act 1st sg ἐθέλω , ἐθέλω to be willing pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλω — ἐθέλω to be willing pres subj act 1st sg ἐθέλω to be willing pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… …   Deutsch Wikipedia

  • Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… …   Dictionary of Greek

  • θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»