Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

θέλει

  • 1 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 2 будь

    будь:
    \будь что бу́дет ἄς γίνει ὀτι θέλει.

    Русско-новогреческий словарь > будь

  • 3 быть

    быть
    несов
    1. (существовать) ὑπάρχω, ζῶ, ὑφίσταμαι/ ἔχω (иметься, быть в наличии):
    у него есть опыт αὐτός ἔχει πείρα; есть люди, которые... ὑπάρχουν ἀνθρωποι, πού...;
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι;
    3. (происходить, состояться) γίνομαι, λαβαίνω (или λαμβάνω) χώραν:
    заседание будет в среду ἡ συνεδρίαση θά γίνει (или θά λάβει χώραν) τήν Τετάρτή
    4. (в знач. связки) είμαι:
    он был служащим ήταν ὑπάλληλος; ◊ так и \быть ἐστω, ἄς εἶναι, καλά; может \быть πιθανόν, μπορεί, ίσως; будь что будет! ὅ, τι θέλει ἀς γίνει!; как бы то ни было ὁπως καί να ' χει τό πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > быть

  • 4 вволю

    вволю
    нареч разг κατά βούληση, δσο θέλει κανείς/ ἐν ἀφθονία (в изобилии).

    Русско-новогреческий словарь > вволю

  • 5 вопрос

    вопрос
    м
    1. ἡ ἐρώτηση [-ις], τό ἐρώτημα:
    задавать \вопросы κάνω ἐρωτήσεις, βάζω ἐρωτήματα· отвечать на \вопросы ἀπαντῶ στίς ἐρωτήσεις·
    2. (дело, обстоятельство) τό ζήτημα:
    спорный \вопрос τό διαφιλονικούμενο ζήτημα, τό ἐπίμαχο ζήτημα· жизненный \вопрос τό ζωτικό ζήτημα· теку́щие \вопросы τά τρέχοντα ζητήματα· разрешить \вопрос λύνω τό ζήτημα· э́то \вопрос времени εἶναι ζήτημα χρόνου· весь \вопрос в том, чтобы... τό ζήτημα εἶναι νά...· э́то другой \вопрос αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα (или ἄλλη ὑπόθεση)·
    3. (проблема) τό ζήτημα, τό θέμα, τό πρόβλημα:
    аграрный \вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα· национальный \вопрос τό ἐθνικό ζήτημα· экономический \вопрос τό οἰκονομικό πρόβλημα· злободневный \вопрос τό ἐπίκαιρο ζήτημα, τό φλέγον ζήτημα· поднимать \вопрос θέτω (или βάζω) ζήτημα· ◊ что за \вопрос?1 θέλει ρώτημα;!· э́то еще под большим \вопросом αὐτό εἶναι ἀκόμα πολύ ἀμφίβολο· поставить под \вопрос ἀμφισβητώ, ἀμφιβάλλω γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вопрос

  • 6 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 7 долг

    долг
    м
    1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:
    чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·
    2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό.

    Русско-новогреческий словарь > долг

  • 8 желающий

    желающ||ий
    1. прич. от желать·
    2. м ὁ ἐπιθυμῶν, αὐτός πού θέλει:
    все \желающийне οἱ ἐπιθυμούντες, ὅλοι ὀσοι θέλουν.

    Русско-новогреческий словарь > желающий

  • 9 знаться

    знаться
    несов (с кем-л.) разг σχετίζομαι, ἔχω σχέσεις:
    он ни с кем не желает \знаться δέν θέλει νδχει σχέσεις μέ κανένα

    Русско-новогреческий словарь > знаться

  • 10 клонить

    клони||ть
    несов безл
    1. κλίνω, γέρνω:
    лодку \клонитьло набок ἡ βάρκα Εγειρε πρός τήν μιά πλευρά· 2.:
    меня клонит ко сну, меня в сон клонит νυστάζω· ◊ \клонить разговор к чему-л. γυρίζω τήν κουβέντα σέ...· к чему он клонит? πού θέλει νά καταλήξει;.

    Русско-новогреческий словарь > клонить

  • 11 красный

    красн||ый
    прил в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:
    Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο.

    Русско-новогреческий словарь > красный

  • 12 кто

    кто
    мест.
    1. вопр. ποιος, ποίος, τίς:
    кого вы встретили? ποιόν συναντήσατε;· о ком вы говорите? γιά ποιόν λέτε;· \кто там? ποιός εἶναι;· \кто он? ποιός εἶναι αὐτός·
    2. относ. ὁ ὀποιος, πού:
    \кто угодно ὁποιοσδήποτε, ὁ καθένας· тот, \кто ἐκείνος πού· \кто бы то ни́ был ὀποιος κι· ἄν εἶναι· не \кто иной как он αὐτός ὁ ἰδιος·
    3. не-οηρ.:
    \кто... \кто... οἱ μέν... οἱ δέ..., ἄλλοι μέν... ἄλλοι δέ...· \кто читает, \кто пишет ἄλλοι διαβάζουν, ἄλλοι γράφουν· \кто куда ὁ καθένας ὅπου θέλει· ◊ \кто в лес, \кто по дрова́ погов. ὁ καθένας τό χαβά του· спасайся \кто может! ὁ σώζων ἐαυτόν σω-θήτω!

    Русско-новогреческий словарь > кто

  • 13 мастер

    мастер
    м
    1. (на производстве) ὁ ἀρχιτεχνίτης, ὁ ἀρχιεργάτης, ὁ μάστορης, ὁ μάστορας:
    сменный \мастер ὁ ἀρχιτεχνίτης τής βάρδιας·
    2. (ремесленник) ὁ τεχνίτης, ὁ βιοτέχνης:
    оружейный \мастер ὁ ὁπλοποιός· золотых дел \мастер ὁ χρυσοχόος·
    3. (знаток) ὁ είδικός, ὁ μάστορας:
    \мастер спорта ὁ πρωταθλητής· быть\мастером своего́ дела εἶμαι μάστορης στή δουλειά μου· ◊ \мастер на все ру́ки разг ὁ πολυτεχνίτης· дело \мастера боится погов. κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > мастер

  • 14 помимо

    помимо
    предлог с род. п.
    1. (сверх, кроме) ἐκτός, χώρια:
    \помимо того ἐκτός ἀπό τό ὅτι· \помимо всего́ прочего ἐκτός ἀπ' ὅλα τ' ἄλλα·
    2. (без участия) χωρίς νά:
    \помимо своей во́ли χωρίς νά τό θέλει· \помимо меня ἐν ἀγνοία μου.

    Русско-новогреческий словарь > помимо

  • 15 проситься

    просить||ся
    ζητώ τήν ἄδεια[ν]:
    \проситьсяся погулять ζητώ τήν ἀδεια νά πάω περίπατο· ◊ \проситьсяся на полотно λες καί θέλει νά τό ζωγραφίσεις.

    Русско-новогреческий словарь > проситься

  • 16 слышать

    слыш||ать
    несов в разн. знач. ἀκούω/ νιώθω (тк. чувствовать):
    я вас не \слышатьу δέν σας ἀκούω· я \слышатьал, что он скоро приедет ἄκουσα ὅτι ὅπου νἀναι θά ἔρθει· он и \слышать о нем не хочет δέν θέλει ὁδτε ν' ἀκούσει γι· αὐτόν \слышать запах ἀκούω (или νιώθω) μιά μυρωδιά.

    Русско-новогреческий словарь > слышать

  • 17 сторона

    сторон||а
    ж
    1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:
    в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·
    2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:
    родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·
    3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:
    πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·
    4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:
    лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·
    5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:
    противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·
    6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:
    рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία!

    Русско-новогреческий словарь > сторона

  • 18 толкованиеть

    толкование||ть
    несов
    1. ἐρμηνεύω, ἐξηγώ, σχολιάζω:
    \толкованиетьть законы ἐρμηνεύω τους νόμους·
    2. (объяснять) разг ἐξηΥὠ, ἐξιστορώ:
    сколько ни толкуй ему́ \толкованиеть ничего́ не хочет слу́шать δσο καί νά τοῦ ἐξηγείς τίποτε δέν θέλει ν' ἀκούσει·
    3. (разговаривать) разг (ό)μιλῶ, συζητώ, κουβεντιάζω:
    \толкованиетьть о делах συζητώ γιά ὑποθέσεις, κουβεντιάζω γιά δουλειές· что тут много \толкованиетьть, тут и \толкованиетьть нечего δέν χρειάζονται πολλές συζητήσεις· он все свое толкует αὐτός πάντα τό δικό του.

    Русско-новогреческий словарь > толкованиеть

  • 19 тянуть

    тян||у́ть
    несов
    1. τραβώ/ ἀπλώνω, τοποθετώ (прокладывать):
    \тянуть кого́-л. за руку τραβώ ἀπό τό χέρι· \тянуть кабель τοποθετώ καλώδιο·
    2. (вести за собой силой) ἔλκω/ ρυμουλκώ (на буксире):
    пароход тянет баржу τό ἀτμόπλοιο ρυμουλκεί τήν μαούνα·
    3. (протягивать) τείνω, τεντώνω:
    \тянуть ру́ку к звонку́ ἀπλώνω τό χέρι μου στό κουδούνι· \тянуть шею τεντώνω τό λαιμό·
    4. (медленно произносить) σέρνω:
    \тянуть слова́ σέρνω τά λόγια·
    5. (медлить) παρατραβώ κάτι:
    \тянуть дело παρατραβώ τήν ὑπόθεση· \тянуть время χρονοτριβώ·
    6. (звать) разг τραβώ:
    его́ никто си́лой не тянет κανείς δέν τόν τραβἄ μέ τό ζόρι·
    7. (влечь):
    меня (его) тянет μέ (τόν) τραβᾶ κάτι, ἐπιθυμώ κάτι· меня́ тянет за город ἐπεθύμησα νά πάω ἐξοχή· его тя́нет ко сну́ θέλει νά κοιμηθεί·
    8. (весить) ζυγίζω·
    9. (выделывать\тянуть о проволоке) συρματοποιώ·
    10. перен (вымогать \тянуть о деньгах и т. п.) παίρνω, τσιμπώ:
    \тянуть все жилы из кого-л. ξεζουμίζω κάποιον
    11. (о трубе, дымоходе) τραβώ·
    12. (вбирать, всасывать) είσπνέω, ρουφώ:
    \тянуть через соломинку ρουφώ μέ καλαμάκι·
    13. безл (о струе воздуха, о запахе):
    тя́нет холодом от окна́ μπάζει κρύο ἀπ' τό παράθυρο· тянет сыростью ἔρχεται ὑγρασία· ◊ \тянуть жребий τραβώ κλήρο· \тянуть карту из коло́ды τραβῶ χαρτί· \тянуть за душу кого́-л., \тянуть ду́шу из кого́-л. βγάζω τήν ψυχή κάποιου· \тянуть за язык τραβώ ἀπ· τή γλώσσα, ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· его́ за язык никто не тянет κανείς δέν τόν ὑποχρεώνει νά μιλήσει· е́ле но́ги \тянуть μόλις σέρνω τά πόδια του· \тянуть все ту же песню ἐπαναλαμβάνω τά ἰδια καί τά ἰδια· \тянуть на поводу́ σέρνω ἀπό πίσω μου· \тянуть слабого ученика́ βοηθώ τόν καθυστεροῦντα μαθητή· тянет в плечах (об одежде) σφίγγει στίς πλατες.

    Русско-новогреческий словарь > тянуть

  • 20 хотеть

    хот||еть
    несов θέλω/ ἐπιθυμώ (желать):· \хотеть есть θέλω νά φά(γ)ω· \хотеть спать θέλω νά κοιμηθώ· \хотеть мира ἐπιθυμώ είρήνη· мне \хотетьелось бы его́ ви́деть θά ήθελα νά τόν ἱδῶ· как \хотетьйте ὅπως θέλετε, ὅπως ἐπιθυμείτε· он делает, что хочет κάνει, ὅτι θέλει· что вы \хотетьи́те сказать? τί θέλετε νά πείτε;·\хотетьел бы я знать всю правду θά ήθελα νά ξέρω ὅλην τήν ἀλήθεια· ◊ хочешь не хочешь разг τό θέλεις δέν τό θέλεις, δέν θέλοντας καί μή.

    Русско-новогреческий словарь > хотеть

См. также в других словарях:

  • θέλει — ἐθέλω to be willing pres ind mp 2nd sg ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — ήθελα, θέλησα, θελημένος, η, ο 1. επιθυμώ: Θέλει να σπουδάσει – Θέλοντας μη θέλοντας έκανα αυτό που μου ζήτησες. 2. χρειάζομαι: Ο άρρωστος θέλει γιατρό. – Τα χωράφια θέλουν βροχή. – Το φαγητό θέλει λίγη ώρα ακόμη για να βράσει. 3. μου αξίζει κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Who Wants to Be a Millionaire? (Greek game show) — Infobox Television show name = Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος caption = Nowadays logo of Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος format = Quiz show runtime = creator = presenter = Spiros Papadopoulos (1999–2004)Thodoris Atheridis (2005–2006)… …   Wikipedia

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Weißer Rabe — Theta Inhaltsverzeichnis 1 Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»