Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θέη

См. также в других словарях:

  • θέη — θέη, ή (Α) ιων. τ. τού θέα* …   Dictionary of Greek

  • θεῇ — θεά goddess fem dat sg (epic ionic) θεάομαι gaze at pres subj mp 2nd sg (doric) θεάομαι gaze at pres ind mp 2nd sg (doric) θεάομαι gaze at pres subj mp 2nd sg (epic ionic) θεάομαι gaze at pres ind mp 2nd sg (epic ionic) θεάω gaze at pres subj mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεή — θεά goddess fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέη — θέα seeing fem nom/voc sg (epic ionic) θεάω gaze at pres imperat act 2nd sg (doric) θεάω gaze at pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) θεάω gaze at imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέῃ — θέα seeing fem dat sg (epic ionic) θέω dhávate pres subj act 3rd sg (epic ionic) θέω dhávate pres subj mid 2nd sg (attic epic ionic) θέω dhávate pres ind mid 2nd sg (attic epic ionic) τίθημι p aor subj mid 2nd sg (epic ionic) τίθημι p aor subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …   Dictionary of Greek

  • ЕННАФА, ВАЛЕНТИНА И ПАВЛА — [греч. ᾿Ενναθᾶ, Οὐαλεντίνη (Γαλεντίνα), Παύλη] († 308), мученицы Кесарие Палестинские (пам. 10 февр.). Е. была родом из Газы, В. из предместья Кесарии Палестинской. Обе пострадали при имп. Галерии (305 311) по приказу правителя Фирмилиана за… …   Православная энциклопедия

  • LECTUS Nuptialis — Graece Γαμήλιος, aliter Genialis, a generandis liberis appellatus est, annotante Serv. ad Aen. l. 6. v. 603. lucent genialibus altis Aurea fulcra toris. quem togâ in honorem Genii accuratissime sterni fuisse solitum, et Genios maritorum advocari …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»