-
1 propulsion
ώθηση -
2 импульс
-
3 толчок
толчок м 1) το σκούντημα; спорт, η ώθηση; το χτύπημα (удар)· подземный \толчок η σεισμική δόνηση 2) (стимул ) το κίνητρο* * *мподзе́мный толчо́к — η σεισμική δόνηση
2) ( стимул) το κίνητρο -
4 толчок
толч||окм1. ἡ ὤθηση [-ις], τό σπρώξιμο, τό σκούντημα (локтем)/ τό κτύπημα (удар)/ τό τράνταγμα (при езде)/ ἡ δόνηση[-ις] (при землетрясении):подземные \толчокки́ οἱ ὑπόγειες δονήσεις·2. перен ἡ ὠθηση [-ις], τό κίνητρο[ν], ἡ παρόρμηση:дать чему́-л. \толчок κουνώ κάτι ἀπό τή θέση του. -
5 толкание
-я ουδ.σπρώξιμο, ώθηση. || αν ώθηση. -
6 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
7 принудительно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принудительно
-
8 раскачка
(рад., элн.) το κούνημα, η ταλάντευση, η λίκνηση, η ώθηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскачка
-
9 толкатель
тех. о ωθητήρας, η ώθηση, το ωστήριοτο βάκτρο ώθησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > толкатель
-
10 толчок
το σπρώξιμο, η ώθηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > толчок
-
11 толкание
толканиес спорт. ἡ ῶθηση [-ις], τό ρίξιμο:\толкание ядра ἡ σφαιροβολία. -
12 boost
-
13 impetus
['impətəs](the force or energy with which something moves.) ορμή,ώθηση -
14 stimulation
noun διέγερση/ώθηση,κίνητρα -
15 двигать
-аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.
|| μτφ. προωθώ, μετακινώ•двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.
|| κινώ με•двигать руками κινώ με τα χέρια.
2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•
двигать дело προωθώ την υπόθεση.
4. υποκινώ, παρακινώ•им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•
им двигает страсть κινείται από πάθος•
им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).
5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.εκφρ.еле ή с трудом – κ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.
2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση. -
16 импульс
-а α.ώθηση, προτροπή, παρόρμηση εσωτερική.(φυσ.) κίνηση. -
17 импульсивность
-и θ.ώθηση εσωτερική. -
18 наведение
-я ουδ.1. οδήγηση. || κατεύθυνση.2. ώθηση, σπρώξιμο, παρακίνηση, προτροπή. || γύρισμα, στροφή (συνομιλίας, λόγου).3. μτφ. εμβολή προξένηση, πρόκληση (φόβου, θλίψης κ.τ.τ.).4. κατεύθυνση, στροφή, γύρισμα•наведение телескопа на луну κατεύθυνση του τηλεσκόπιου στο φεγγάρι.
|| (στρατ.) σκόπευση.5. κατασκευή, φτιάξιμο.6. πέρασμα, κάλυψη με μπογιά, βερνίκι κ.τ.τ.7. πρόσδοση.8. προσκόμιση.9. γέννηση (πολλών). -
19 натравливание
-я ουδ.1. παρακίνηση, παρότρυνση, παρόρμηση προτροπή ώθηση σπρώξιμο.2. δηλητηρίαση μαζική, εξόντωση, εξολόθρευση, καταστροφή.3. βλ. натравка. -
20 непосредственность
-и θ.φυσικότητα, το αυθόρμητο, ενστικτώδης ώθηση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ώθηση — η / ὤθησις, ήσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ωθώ, κν σπρώξιμο νεοελλ. 1. φυσ. η δράση μιας δύναμης πάνω σε ένα σώμα στο οποίο τείνει να προσδώσει κίνηση, τής οποίας το μέτρο ισούται με το γινόμενο τής δύναμης επί τον χρόνο επενέργειάς… … Dictionary of Greek
ώθηση — η 1. σπρώξιμο, σπρωξιά. 2. παρακίνηση, παρόρμηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠθήσῃ — ὀθέω futperf ind mp 2nd sg ὀθέω futperf ind mid 2nd sg ὠθήσηι , ὤθησις fem dat sg (epic) ὠθέω thrust aor subj mid 2nd sg ὠθέω thrust aor subj act 3rd sg ὠθέω thrust fut ind mid 2nd sg ὠθέω thrust futperf ind mp 2nd sg ὠθέω thrust futperf ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek