Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ψυχή

  • 81 пир

    -а, προθτ. о пире, на пиру, πλθ.α. γλέντι, γλεντοκόπι• ευωχία• συμπόσιο• χαροκόπι•

    пир на весь мир (για κέρασμα) ό,τι θέλει η ψυχή σου, απ όλα και άφθονα•

    пир горой γλέντι τρικούβερτο•

    свадебный пир το γλέντι του γάμου.

    Большой русско-греческий словарь > пир

  • 82 полнота

    θ.
    1. πληρότητα• γέμισμα•

    до -ы не доливай-μην το παραγεμίζεις.

    2. το πλήρες• εντέλεια• αρτιότητα.
    3. κορεσμός.
    4. χό-ντραιμα, πάχυνση, πάχος• γέρεμα•

    полнота рук χό-ντραιμα των χεριών•

    нездоровая полнота αρρωστιά-ρι,κα πάχη.

    εκφρ.
    от -ы души, сердца – μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα), μ όλη μου την καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > полнота

  • 83 поминать

    ρ.δ.
    1. μνημονεύω, κάνω μνεία, αναφέρω, λέγω το όνομα•

    мы только что о вас -ли εμείς μόλις τώρα λέγαμε για σας.

    2. (εκκλσ.) μνημονεύω, δέομαι για την υγεία κάποιου ή για την ψυχή των πεθαμένων.
    3. κάνω μνημόσυνο• μετέχω στο μνημόσυνο.
    εκφρ.
    поминать добром ή добрым словом – θυμάμαι το καλό ή την καλή κουβέντα (λόγο)•
    - най как звали – άμα με δεις να με χαιρετήσεις (δε με ξαναβλέπεις).
    μνημονεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > поминать

  • 84 продажный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. πωλούμενος, για πούλημα•

    продажный дом σπίτι που πουλιέται•

    этот товар не продажный αυτό το εμπόρευμα δεν πουλιέται.

    || της πώλησης•

    -ая цена τιμή πώλησης.

    || μτφ. πουλημένος•

    -ая женщина πουλημένη γυναίκα.

    2. μίσθαρνος, ξαγορασμένος, αργυρώνητος•

    продажный человек πουλημένος άνθρωπος•

    -ая душа πουλημένη ψυχή•

    -ая шкура πουλημένο τομάρι•

    -ая пресса πουλημένος τύπος•

    убийца πουλημένος φονιάς.

    Большой русско-греческий словарь > продажный

  • 85 пронести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронесенный, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω κουβαλώ•

    пронести груз на себе всю дорогу μεταφέρω το φορτίο επάνω μου όλο το δρόμο.

    2. περνώ•

    мимо наших окон -ли раненого κοντά στα παράθυρα μας πέρασαν τον τραυματία.

    || μετακινώ, μεταφέρω•

    пронести рояль через дверь περνώ το πιάνο από την πόρτα.

    || περνώ κρυφά. || μτφ. φέρω, έχω, διατηρώ (μέσα στην καρδιά, ψυχή)•

    пронести в сердце мою любимую родину φέρω μέσα στην καρδιά μου την αγαπημένη μου πατρίδα.

    3. μεταφέρω τα.χύτατα, καλπάζοντας. || παρασύρω, διώχνω, απομακρύνω, παίρνω•

    тучу -ло ветром το σύννεφο το πήρε ο άνεμος.

    || μτφ. περνώ αποφεύγομαι•

    -ло! πέρασε! αποφεύχτηκε!

    4. παλ. διαδίδω, φημολογώ.
    5. απρόσ. πιάνω, έχω ευκοίλια, διάρροια•

    ребнка -ло от ягод το παιδάκι τό πιάσε ευκοίλια από τους καρπούς.

    Большой русско-греческий словарь > пронести

  • 86 пронзить

    -нжу, -нзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронзнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. διατρυπώ, διαπερνώ•

    пронзить насквозь διατρυπώ πέρα-πέρα•

    пронзить штыком λογχίζω διαμπερώς.

    2. μτφ. θλίβω, βασανίζω, προξενώ άλγος, πληγώνω•

    пронзить больго сердце πληγώνω την καρδιά•

    душу πληγώνω την ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > пронзить

  • 87 просветлеть

    -его, -еешь
    ρ.σ.
    1. ξαστερώνω, αιθριάζω•

    небо -ло ο ουρανός ξαστέρωσε.

    2. μτφ. λάμπω, φωτίζομαι•

    нахмуренные лица -ли τα σκυθρωπά πρόσωπα; έλαμψαν•

    у меня на душе -ло (απρόσ.) η ψυχή μου ησύχασε.

    || ζωηρεύω.
    3. μτφ. ξεκαθαρίζω, γίνομαι διαυγής, σαφής•

    просветлеть сознание -ло η συνείδηση ξεκα.θάρισε.

    Большой русско-греческий словарь > просветлеть

  • 88 просветлить

    -ли, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просветленный, βρ: -лен, -лена, -лено, ρ.σ.μ.
    1. κάνω κάτι αίθριο, φωτεινό, λαγαρό, διαυγές•

    просветлить житкость при помощи реактива λαγαρίζω το υγρό με αντιδραστήριο.

    2. μτφ. ξεκαθαρίζω, διαφωτίζω, ξεδιαλύνω. || χαροποιώ, αγαλιάζω, ευφραίνω•

    душа -лена η ψυχή ευφράνθηκε.

    γίνομαι διαυγής, αίθριος, αιθριάζω, λαγαρίζω. || μτφ. παλ. φωτίζομαι•

    ум -лся το πνεύμα (ο νους) φωτίστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > просветлить

  • 89 радовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.μ.
    χαροποιώ.
    χαίρομαι, αγαλλιάζω• ευφραίνομαι•

    очень χαίρομαι πολύ•

    душа -ется ευφραίνεται η ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > радовать

  • 90 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 91 раздирать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. разодрать.
    2. κατασπαράζω, ξεσχίζω.
    3. μτφ• βασανίζω, ταλαιπωρώ• προξενώ (επιφέρω) δεινά• κατατρύχω•

    войны -ли европу οι πόλεμοι κατασπάραζαν την Ευρώπη•

    тоска -ет сердце η θλίψη σπαράζει την καρδιά•

    печаль -ет душу η λύπη κατατρύχει την ψυχή.

    1. βλ. разодраться.
    2. σπαράζομαι, ξεσχίζομαι.
    3. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι• κατατρύχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раздирать

  • 92 ранимый

    επ., βρ: -ним, -а, -о
    μτφ. θλιβόμενος εύκολα• ευαίσθητος•

    -ая душа ευαίσθητη ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > ранимый

  • 93 ранить

    -ню, -нишь ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. τραυματίζω, πληγώνω, λαβώνω•

    его -ли на войне τον τραυμάτισαν στον πόλεμο.

    2. μτφ. θίγω, προσβάλλω•

    Большой русско-греческий словарь > ранить

  • 94 светлеть

    ρ.δ.
    1. γίνομαι φωτε ι νός, λαμπρός•

    -еет взгляд γίνεται φωτεινό το βλέμμα•

    ум -еет ο νους γίνεται φωτεινός.

    2. (απρόσ.) ξημερώνω, φέγγω•

    -ло έφεξε, ξημέρωσε.

    || λάμπω από χαρά, αγαλλιάζω, ευφραίνομαι•

    у него на душе -ло αγαλλίασε (ευφράνθηκε) η ψυχή του.

    3. λάμπω, φωτίζω.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (1, 3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > светлеть

  • 95 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

  • 96 сколько

    до сколька, по скольку, γεν. πλθ. скольких αντων. κ. επίρ. сколько.
    1. αντων. κ. επίρ. ερωτημ. πόσο, πόσα•

    сколько тебе лет? πόσα χρόνια είσαι;•

    в -их томах роман? πόσους τόμους είναι το μυθιστόρημα;•

    по -у денет пришлось на каждого? από πόσα χρήματα έπεσαν στον καθένα;

    2. επίρ. κ. αντων. πόσο• πόσος, -η, -ο•

    сколько горьких слз пролила моя мать! πόσα πικρά δάκρυα έχυσε η μάνα μου!•

    сколько е люблю! πόσο την αγαπώ!•

    сколько женщин было гам πόσες γυναίκες ήταν εκεί•

    до сколько ως πόσο (επίρ.)• ως πόσος, -η, -ο (αντων.)• до градусов температура? πόσοι βαθμοί θερμοκρασία (είναι);

    3. επίρ. βλ. насколько.
    εκφρ.
    сколько ни – όσο και να μή•
    не столько... сколько... – (συνδ.) όχι τόσο..., όσο... сколько в душе угодно ή сколько угодно ή влезет όσο θέλει η ψυχή σου ή όσο θέλεις ή όσο χωράει (άφθονα)•
    сколько лет сколько зим! – χρόνια και ζαμάνια ή χρόνια και χρόνια (έχομε να συναντηθούμε, να ιδωθούμε)•
    столько... сколько и... – τόσο..., όσο και...

    Большой русско-греческий словарь > сколько

  • 97 -ста

    μόριο μετά τη λέξη.
    1. προσδίνει σημασία σεβασμού ή τρυφερότητας: σεβαστέ μου, καλέ μου.
    2. σε συνδυασμό με προσωπ. αντωνυμία προσδίνει στα λόγια άλλου καυχησιάρικο τόνο•

    я-ста христианин! я-ста душу хочу спасать εγώ είμαι χριστιανός! θέλω την ψυχή να σώσω (είπε καυχόμενος).

    Большой русско-греческий словарь > -ста

  • 98 стеснить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стесненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• περιορίζω, στριμώχνω. || μτφ. περιστέλλω.
    2. κάνω να διστάσει.
    3. ωθώ, σπρώχνω• στριμώχνω.
    4. σφίγγω (στο λαιμό, στο στήθος). || μτφ. βαρύνω, προξενώ πόνο, θλίψη (στην καρδιά, ψυχή)• στενοχωρώ.
    1. συνωθούμαι, συνωστίζομαι• στριμώχνομαι•

    стеснить у входа театра στριμώχνομαι στην είσοδο του θεάτρου.

    || μτφ. συσσωρεύομαι.
    2. περιορίζομαι, συμμαζεύομαι. || μτφ. (για αναπνοή) δυσκολεύομαι, πιάνομαι. || μτφ. (γιακαρδιά, στήθος) μου σφίγγει, μου βαρύνει.

    Большой русско-греческий словарь > стеснить

  • 99 стиснуть

    ρ.σ. σφίγγω•

    стиснуть зубы от боли σφίγγω τα δόντια από τον πόνο•

    стиснуть болт σφίγγω το μπουλόνι•

    стиснуть друга в объятиях σφίγγω το φίλο στην αγκαλιά.

    || μτφ. βαρύνω (στην καρδιά ή στην ψυχή).
    εκφρ.
    - ув зубы – α) σφίγγοντας τα δόντια (με υπερένταση), β) συγκρατούμενος.
    σφίγγω, -ομαι•

    зубы -лись τα δόντια έσφιξαν ή σφιχτήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > стиснуть

  • 100 тлен

    α.
    1. (γραπ. λόγος) σήψη, σάπισμα.
    2. σαπίλα, σαπρία.
    3. μτφ. πράγμα τιποτένιο•

    душа нужна, а деньги тлен η ψυχή έχει αξία, όχι τα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > тлен

См. также в других словарях:

  • Ψυχῇ — Ψυχή life fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ψυχή — life fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — η 1. όλες οι ψυχοπνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου. 2. η υποτιθέμενη άυλη ουσία που ενωμένη με το σώμα αποτελεί το κύριο στοιχείο της ζωής. 3. η ζωτικότητα, η δραστηριότητα του ατόμου, η ψυχική δύναμη, η αφοβία. 4. άνθρωπος: Το χωριό μας έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχῇ — ψύχω Phdr.. aor subj pass 3rd sg ψυχάζω refresh oneself in the shade fut ind mid 2nd sg (doric) ψυχάζω refresh oneself in the shade fut ind act 3rd sg (doric) ψῡχῇ , ψυχή life fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχή — ψῡχή , ψυχή life fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύχη — ψύχω Phdr.. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ψύ̱χη , ψῦχος cold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψύ̱χη , ψῦχος cold neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύχῃ — ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres subj mp 2nd sg ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres ind mp 2nd sg ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»