-
21 вспыхивать
вспыхиватьнесов, вспыхнуть сов1. ἀνάβω, ἀνάπτω (об огне)/ ἀναφλέγομαι, παίρνω φωτιά (о соломе, дереве и т. п.)/ ἀνάβω ξαφνικά, ξεσπάω, ἐκρήγνυμαι (о пожаре)·2. перен (о войне, забастовке, эпидемии и т. п.) ξεσπάνω, ξεσπώ, ἐκρη-γνύομαι, ἐκρήγνυμαι, ἀνάβω·3. (краснеть) κοκκινίζω, ἐρυθριώ:\вспыхивать от радости κοκκινίζω ἀπό χαρά. -
22 выражать
выража||тьнесов1. ἐκφράζω, διατυπώνω/ ἐκδηλώνω, φανερώνω (проявлять, обнаруживать):\выражать благодарность ἐκφράζω (τίς) εὐχαριστίες· \выражать мысль διατυπώνω μιά σκέψη· ее лицо́ \выражатьло радость τό πρόσωπο της ἐξέφραζε χαρά·2. (в каких-л. единицах) διατυπώνω. -
23 добрый
добр||ыйприл καλός, ἀγαθός:\добрыйые люди οἱ καλοί ἀνθρωποι· \добрый человек ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος· вы слишком \добрыйы ко мие μεγάλη ἡ καλωσύνη σας· ◊ \добрый малый καλός ἄνθρωπος, καλό παιδί, λεβεν-τόπαιδο· \добрыйое имя τό καλό ὀνομα, ἡ καλή φήμη· в \добрый час! ἡ ῶρα ἡ καλή! \добрыйое у́тро!, \добрый день! καλημέρα!· \добрый вечер! καλησπέρα (σας)!· \добрыйой но́чи! καληνύχτα!· всего́ \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή τύχη!· будьте \добрыйы! εὐαρε-στηθήτε νά!, ἐχετε τήν καλωσύνη νά!· \добрыйых три часа ὁλόκληρες τρεϊς ὠρες· чего́ \добрыйого он уедет μπορεί καί νά φύγει· \добрыйая половина τό μισό· по \добрыйой во́ле. εθελοντικά, ἐκούσια· люди \добрыйой воли οἱ ἄνθρωποι καλής θέλησης. -
24 дрожать
дрожа||тьнесов1. τρέμω, ριγῶ:\дрожать от страха τρέμω ἀπ' τό φόβο μου· \дрожать от холода τουρτουρίζω ἀπ' τό κρύο· \дрожать от радости σκιρτώ (или ριγώ) ἀπό χαρά·2. τρέμω, τρεμοσβήνω (о свете)) πάλλω, δονούμαι (о голосе, струне и т. п.)·3. перен (за кого-л., что-л., над кем-л., чем-л.) τρέμω γιά κάποιον, τρέμω γιά κάτι. -
25 дышать
дышатьнесов ἀναπνέω, ἀνασαίνω:тяжело́ (прерывисто) \дышать ἀναπνέω μέ δυσκολία (ἀπότομα)· ◊ \дышать здоровьем εἶμαι ὀλος ὑγεία· \дышать радостью εἶμαι ὀλος χαρά· \дышать на ладан разг μυρίζει χωμα-τίλα, εἶναι ἐτοιμοθάνατος. -
26 же
же Iсоюз I. (при противоположении) ἀλλα, δμως:я уезжаю, товарищ же остается ἐγώ ἀναχωρώ, ἀλλα ὁ σύντροφος μένει· если же вы не хотите ἐάν δμως ἐσείς δεν θέλετε·2. (в смысле «ведь») ἀφοῦ, μιά καί:почему вы не пришли, он же приглашал вас γιατί δέν ήρθατε, ἀφοῦ αὐτός σας είχε προσκαλέσει.же IIчастица1. (усилительная) ἐπί τέλους, κιόλας, λοιπόν:когда же вы приедете? πότε ἐπί τέλους θά ἐρθετε;-хорошо же ты ему ответил του ἀπάντησες δμως μιά χαρά· говорите же! μιλάτε λοιπόν!· сегодня же σήμερα· сеи́час же τώρα κιόλας, αὐτή τή στιγμή·2. (означает тождество):тот же ὁ ίδιος· такая же книга ἀκριβώς τό ίδιο βιβλίο· в тот же час τήν ίδια ὠρα· там же ἐκεϊ, στό ίδιο μέρος· здесь же ἐδώ, στό ίδιο μέρος· туда же προς τά ἐκεῖ πάλι· так же ἔτσι (ακριβώς)· тогда же τότε ἀκόμη. -
27 жизнерадостность
жизнерадостностьж ἡ χαρά, ἡ αἰσιοδοξία, ἡ εὐθυμία. -
28 засветиться
засветитьсясов λάμπω, φέγγω:глаза \засветитьсялись радостью τά μάτια ἐλαμψαν ἀπό χαρά. -
29 засиять
засия́||тьсов1. (начать сиять) ἀρχίζω νά λάμπω, ἀκτινοβολώ, ἀπαστράπτω:он \засиятьл от радости Ελαμψε ἀπό χαρά·2. (появиться, показаться) λάμπω:вдали \засиятьл купол церкви μακριά χρύσισε ὁ τροῦλλος τής ἐκκλησίας. -
30 захлебнуться
захлебнутьсясов, захлебываться несов в разн. знач. πνίγομαι / καταπίνω νερό (об утопающем):\захлебнуться от смеха πνίγομαι στά γέλια· \захлебнуться от радости τρελλαίνο-μαι ἀπ' τή χαρά μου· говорить захлебываясь μιλῶ κομπιάζοντας· ◊ наступление захлебну́лось воен. ἡ ἐπίθεση ἀπέτυχε, ἡ ἐπίθεση σταμάτησε. -
31 испытывать
испытыватьнесов1. (проверять) δοκιμάζω, κάνω δοκιμή:\испытывать самолет δοκιμάζω ἀεροπλάνο· \испытывать свой силы δοκιμάζω τίς δυνάμεις μου·2. (ощущать) αἰσθάνομαι, δοκιμάζω, νοιώθω:\испытывать радость δοκιμάζω χαρά· \испытывать страх αἰσθάνομαι φόβο· \испытывать отвращение αίσθάνομαι ἀπέχθεια· \испытывать удовольствие νοιώθω Ικανοποίηση. -
32 куда
куданареч1. вопр. ποῦ, γιά πού:\куда ты идешь? πού πᾶς;· \куда он уехал? γιά πού ἐφυγε;·2. относ. ὀπου, πού· 3.:\куда бы то ни было ὁπουδήποτε, ὅπου (κἰ ἄν), ὅπου καί νά εἶναι, ὅπου καί νά ήτανε· \куда (бы) ни пошел ὅπου (или ὁπουδήποτε) κι ἄν πάει·4. (зачем, для чего) разг γιατί, προς τί:\куда тебе столько книг? γιατί τόσα βιβλία;·5. (гораздо) разг:\куда лу́чше πολύ καλλίτερα· \куда больше πολύ περισσότερο· \куда меньше πολύ (ό)λιγώτε-ρο· ◊ хоть \кудаΙ разг μιά χαρά!, φίνος!· \куда ни шло! ἔστω!, ἄς εἶναι! -
33 ликование
ликованиес ἡ ἀγαλλίαση [-ις], ἡ ὑπερβολική χαρά, ὁ ἐνθουσιασμός. -
34 минутный
мину́т||ныйприл1. τοῦ λεπτοῦ:\минутныйная стрелка ὁ λεπτοδείκτης·2. (непродолжительный) στιγμιαίος/ ἐνός λεπτοῦ (мгновенный)/ πρόσκαιρος, περαστικός (кратковременный):\минутныйное дело δουλειά ἐνός λεπτοῦ· \минутныйная радость ἡ στιγμιαία (или περαστική) χαρά. -
35 мнмолетный
мнмолетн||ыйприл1. διαβατάρικος·2. (быстрый, беглый, непрочный) πρόσκαιρος, ἐ4>ήΐ-ερος, παροδικός:\мнмолетныйый взгляд ἡ γρήγορη ματιά· мелькнула \мнмолетныйая мысль γιά μιά στιγμή μοῦ πέρασε ἀπό τόν νοῦ· \мнмолетныйая радость ἡ ἐφήμερη χαρά. -
36 невидаль
невидальж разг ирон.:что за \невидаль!, вот \невидаль!, §ка \невидаль! σπουδαίο πράμα!, χαρά ото πράμα! -
37 невыразймый
невыразйм||ыйприл ἀνέκφραστος, ἀνεκλαλητος:\невыразймый у́жас ἡ ἀνέκφραστη φρίκη· \невыразймыйая радость ἡ ἀνεκλάλητη χαρά -
38 нога
ног||аж τό πόδι, τό ποδάρι, ὁ ποῦς (ступня)/ χό σκέλος, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα (от ступни до колена):длинные ноги τά μακρυά πόδια· положить но́гу на \ногау βάζω τό ἕνα πόδι ἐπάνω στό ἄλλο· сбить кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω· наступить кому-л. на \ногау πατώ τό πόδι κάποιου· у меня но́ги подкашиваются τρέμουν τά πόδια μου, μοῦ κόβονται τά γόνατα· на \ногаах не стоит δέν στέκεται στά πόδια του· босой \ногао́й ξυπόλητος, ἀνυποδητί· задние но́ги τά πισινά πόδια· передние но́гн τά μπροστινά πόδια· на бо́су(ю) ногу ξυπόλητος· ◊ перенести болезнь на \ногаа́х περνώ τήν ἀρρώστεια στό πόδι· кланяться в но́ги κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλισή идти в но́гу а) πηγαίνω, βαδίζω μέ ταιριαστό βήμα, б) перен συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· связа́ть кого-л. по рукам и \ногаам разг δένω κάποιον χεροπόδαρα, δεσμεύω κάποιον протянуть но́ги разг перен τά τινάζω, τινάζω τά πέταλα· с головы до ног πατό-κορφα, ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια· бежать со всех ног разг τρέχω μέ τά τέσσερα, τό βάζω στά πόδια· быть без ног (от усталости) разг ξεποδαριάστηκα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια μου· еле волочить ноги μόλις σέρνω τά πόδια μου· поставить (поднять) кого-л. на \ногаи а) κάνω καλά (вылечить), б) ἀνατρέφω (воспитать)· поднять всех на \ногаи ἀναστατω, σηκώνω ὅλον τόν κόσμο στό ποδάρι· топтать \ногаами τσαλαπατώ, ποδοπατώ· жить на широкую ногу κάνω πολυέξοδη ζωή· вверх \ногаами а) ἀνάποδα, μέ τά πόδια πάνω, б) перен εἶμαι ἄνω κάτω· быть на короткой \ногае с кем-л. είμαστε στενοί φίλοι μέ κάποιον стоять одной \ногаой в могиле εἶμαι μέ τό δνα πόδι στον τάφο· моей \ногай у вас не будет δέν θά ξαναπατήσω τό πόδι μου ἐδῶ· встать с левой \ногай στραβοκοιμήθηκα, εἶμαι κακοδιάθετος, δέν εἶμαι στά κέφια μου· унести́ ио́ги разг τό βάζω στά πόδια· не чувствовать под собой ног (от радости) πετώ ἀπ' τή χαρά μου· хромать на обе \ногай πηγαίνω πολύ ἀσχημα· κ \ногаέ! воен. παρά πόδα! -
39 обнаруживать
обнару́ж||иватьнесов1. (делать видимым, показывать) φανερώνω, δείχνω, ἀποκαλύπτω:\обнаруживатьивать радость ἐκδηλώνω χαρά·2. (выказывать, проявлять) ἐκδηλώνω, φανερώνω, ἐμφανίζω·3. (отыскивать) ἀνακαλύπτω, βρίσκω, εὐρίσκω / ἀποκαλύπτω (раскрывать). -
40 овладеть
овладе||тьсов см. овладевать· мной \овладетьла неопису́емая радость μέ κατέλαβε (или μέ κυρίευσε) ἀπερίγραπτη χαρά· им \овладетьл у́жас τόν ἔπιασε (или τόν κυρίευσε) φρίκη· \овладеть собой συγκρατιέμαι, συγκρατώ τόν ἐαυτό μου.
См. также в других словарях:
χαρά — χαρά̱ , χαρά joy fem nom/voc/acc dual χαρά̱ , χαρά joy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρᾷ — χαρά joy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… … Dictionary of Greek
χαρά — η 1. ευάρεστη συναισθηματική κατάσταση, ενθουσιασμός: Έχει χαρά, γιατί πέτυχε στο πανεπιστήμιο. 2. γάμος: Στη χαρά σου θα σου κάνω ένα καλό δώρο. 3. φρ., «μετά χαράς», πρόθυμα. 4. φρ., «χαρά στο πράμα», κάτι δεν αξίζει τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χάρα, Τακάσι — (1856 – 1921). Ιάπωνας πολιτικός, δημοσιογράφος και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Αργότερα ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία και το 1886 διορίστηκε επιτετραμμένος στο Παρίσι. Το 1892 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Μπερκ, Ρόμπερτ O’ Χάρα — (Robert O’Hara Burke, Σεντ Κλέραμ, Ιρλανδία 1820 – Αυστραλία 1861). Ιρλανδός εξερευνητής της Αυστραλίας. Την περίοδο 1860 61 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Αυστραλία, επιχειρώντας να τη διασχίσει από νότο προς βορρά. Αναχώρησε από τη… … Dictionary of Greek
χαρᾶι — χαρᾷ , χαρά joy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράν — χαρά̱ν , χαρά joy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράς — χαρά̱ς , χαρά joy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραῖς — χαρά joy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραί — χαρά joy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)