Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+υγρασία

  • 41 мокро

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. είναι υγρόίς, υπάρχει υγρασία.

    Большой русско-греческий словарь > мокро

  • 42 мокрота

    θ.
    υγρή βλέννα• απόχρεμμα, ρόχαλο, φλέγμα•

    отхаркивать -ы βγάζω φλέγματα, αποχρέμπτομαι.

    θ.
    υγρασία, νότια. || ψιλή βροχή• χιονόνερο.

    Большой русско-греческий словарь > мокрота

  • 43 мокрядь

    θ. (απλ.)
    1. καιρός υγρός, βροχερός.
    2. υγρασία, νότια.

    Большой русско-греческий словарь > мокрядь

  • 44 парно

    απρόσ. με σημ. κατηγ. είναι, όλο υδρατμούς ή υγρασία, αποπνικτικά υγρός.

    Большой русско-греческий словарь > парно

  • 45 перекоробить

    -ит
    ρ.σ. (συνήθως απρόσωπο).
    1. παραστραβώνω παρασκεβρώνω•

    стол -ло от сырости το τραπέζι σκέβρωσε από την υγρασία.

    2. μτφ. προξενώ απέχθεια, αποστροφή, αηδία, σιχασιά, σιχαίνομαι, απεχθάνομαι•

    меня -ло от его грубости τον σιχάθηκα με την αγένεια του (χοντροκοπιά του).

    παραστραβώνω,. παρασκεβρώνω•

    все стулья -лись όλα τα καθίσματα στράβωσαν πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > перекоробить

  • 46 поглотить

    -ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поглощённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. καταπίνω καταβροχθίζω.
    2. καταχωνιάζω• ρουφώ•

    его -ло море τον κατάπιε η θάλασσα.

    || απορροφώ•

    поглотить влагу απορροφώ υγρασία•

    губка -ла воду το σφουγγάρι απορρόφησε το νερό.

    || μτφ. απασχολώ•

    эта идея -ла его всего αυτή η ιδέα τον απορρόφησε κυριολεκτικά.

    || μτφ. αφομοιώνω• καταβροχθίζω•

    -много книг καταβροχθίζω πολλά βιβλία.

    3. απομυζώ, τραβώ, παίρνω λίγο.
    καταπίνομαι• καταβροχθίζομαι. || απορροφούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > поглотить

  • 47 погребной

    επ.
    υπόγειος, του υπόγειου•

    -ая сырость η υπόγεια υγρασία•

    погребной запах η μυρουδιά του υπόγειου.

    Большой русско-греческий словарь > погребной

  • 48 портить

    горчу, портишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ φθείρω καταστρέφω βλάπτω•

    портить механизм χαλώ το μηχανισμό•

    сырость -ит обуви η υγρασία χαλνά τα παπούτσια•

    портить зрение βλάπτω την όραση•

    портить здоровье βλάπτω την υγεία•

    портить отношения (μτφ.) χαλνώ τις σχέσεις.

    2. διαφθείρω•

    портить характера χαλνώ το χαρακτήρα•

    -нравы διαφθείρω τα ήθη.

    3. παλ. μαγεύω, κάνω μάγια (για να αρρωστήσει).
    χαλνώ, φθείρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > портить

  • 49 потягивать

    ρ.δ.
    βλ. тянуть με σημ. λίγο, ενίοτε.
    (απρόσ.) απορροφώ (υγρασία κ.τ.τ.).
    βλ. потянуться; потягивать в постели τεντώνομαι στο κρεβάτι.

    Большой русско-греческий словарь > потягивать

  • 50 преть

    прею преешь
    ρ.δ.
    1. σαπίζω, σήπομαι• μουχλιάζω.
    2. μουσκεύω από την υγρασία, βλάπτομαι, αρρωσταίνω.
    3. μουσκεύω από τον ιδρώτα, ιδρώνω.
    4. σιγοβράζω.

    Большой русско-греческий словарь > преть

  • 51 припёк

    α.
    1. καύσωνας, κάψα, ηλιόκαυ-μα, λιοπύρι.
    2. ηλιοκαής τόπος, ποχ,ύ ζεστό μέρος.
    -а (припёку) α. το πρόσθετο βάρος ψωμιού από την περιεχόμενη υγρασία.

    Большой русско-греческий словарь > припёк

  • 52 промокать

    ρ.δ.
    1. βλ. промокнуть.
    2. απορροφώ υγρασία.
    ρ.δ.
    βλ. промокнуть.

    Большой русско-греческий словарь > промокать

  • 53 промокнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. промок
    -ла, -ло
    ρ.σ. μουσκεύω, διαβρέχομαι, εμποτίζομαι•

    пальто -ло το πανωφόρι, μούσκεψε•

    я -мок до костей μούσκεψα ως το κόκκαλο.

    -ну, -ншь
    ρ.σ.μ. απορροφώ την υγρασία, στεγνώνω• στυπώνω.

    Большой русско-греческий словарь > промокнуть

  • 54 протлеть

    -еет ρ.σ.
    1. σαπίζω, σήπομαι• αποσυντίθεμαι•

    товар от сырости -ел το εμπόρευμα από την υγρασία σάπισε.

    2. καίγομαι εντελώς•

    дрова в печи -ли τα ζύλα στη θερμάστρα κάηκαν εντελώς.

    3. βρίσκομαι σε κατάσταση σήψης.

    Большой русско-греческий словарь > протлеть

  • 55 разбухнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. разбух
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. φουσκώνω, διογκώνομαι, εξογκώνομαι (από υγρασία). || πρήζομαι. || παχαίνω• χοντραίνω.
    2. μεγαλώνω, αυξαίνω υπεραρκετά.

    Большой русско-греческий словарь > разбухнуть

  • 56 раскиснуть

    ρ.σ., παρλθ. χρ. раскис, -ла, -ло.
    1. φουσκώνω (για ζυμάρι).
    2. διογκώνομαι, φουσκώνω (από υγρασία). || λασπώνω•

    от дождя дороги -сли από τη βροχή οι δρόμοι λάσπωσαν.

    3. μτφ. σβήνω, ξεθυμαίνω, χαλαρώνω, γίνομαι αδιάφορος. || αποκάμνω, καταπονούμαι, απαυδώ•

    совсем я -ис от жары απηύδησα εντελώς απ αυτή τη ζέστη.

    || συγκινούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > раскиснуть

  • 57 распучить

    -чит ρ.σ. απρόσ. φουσκώνω, διογκώνομαι•

    живот его -ло от каши η κοιλιά του φούσκωσε από το κουρκούτι•

    бревно -ло от сырости το κούτσουρο φούσκωσε από την υγρασία.

    Большой русско-греческий словарь > распучить

  • 58 слякотный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    λασπώδης•

    -ая улица λασπώδης δρόμος.

    || υγρός•

    слякотный день υγρή μέρα, όλο υγρασία.

    Большой русско-греческий словарь > слякотный

  • 59 сок

    -а (-у), προθτ. о соке, в соку α.
    1. χυμός•

    сок дерева ο χυμός του δέντρου•

    яблочный сок χυμός μήλου•

    апельсиновый сок χυμός πορτοκαλιού.

    || το υγρό (έκκριμα)•

    желудочный сок το γαστρικό υγρό.

    2. μτφ. παλ. κάθε τι εκλεκτό, η κρέμα. || μτφ. η ουσία, το ουσιώδες, το κύριο, το βασικό, το ζουμί.
    3. δεψικό διάλυμα.
    εκφρ.
    - и земли – η υγρασία και οι θρεπτικές ουσίες της γης γιαταφυτά•
    в (сэмом, полном) -у – στην ακμή των σωματικών δυνάμεων•
    выжимать (жать, тянуть, сосатьκ.τ.τ.) сок ή -и ξεζουμίζω, ξεψαχνίζω, αφαιμάσσω, εκμυζώ, απομυζώ (εξαντλώ).

    Большой русско-греческий словарь > сок

  • 60 спарить

    ρ.σ.μ.
    1. ζευγαρώνω.
    2. ζευγαρώνω ζώα (για βάτευμα).
    ζευγαρώνω, -ομαι• βατεύομαι.
    ρ.σ.μ. (απλ.) φθείρω με την υγρασία και ζέστη, σαπίζω•

    спарить сено σαπίζω το χορτάρι.

    ανάβω, σαπίζω, σήπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > спарить

См. также в других словарях:

  • ὑγρασία — ὑγρασίᾱ , ὑγρασία moisture fem nom/voc/acc dual ὑγρασίᾱ , ὑγρασία moisture fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρασίᾳ — ὑγρασίᾱͅ , ὑγρασία moisture fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγρασία — η / ὑγρασία, ΝΜΑ [υγράζω] η κατάσταση τού υγρού, υγρότητα νεοελλ. 1. (μετεωρ.) η ποσότητα τών υδρατμών που περιέχονται στον ατμοσφαιρικό αέρα 2. (κλιματολ.) α) η ποσότητα τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων β) ο λόγος κατακρημνισμάτων εξάτμισης 3 …   Dictionary of Greek

  • υγρασία — η 1. η παρουσία πολλών υδρατμών στην ατμόσφαιρα: Το βράδυ στη λίμνη έχει πολλή υγρασία. 2. το να είναι κάτι υγρό, η υγρότητα: Η υγρασία του ξύλου δεν το αφήνει να καεί. 3. σταγονίδια νερού στους πόρους αγγείου ή τοίχου: Ο τοίχος βγάζει υγρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑγρασίας — ὑγρασίᾱς , ὑγρασία moisture fem acc pl ὑγρασίᾱς , ὑγρασία moisture fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρασίαι — ὑγρασίᾱͅ , ὑγρασία moisture fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρασίαν — ὑγρασίᾱν , ὑγρασία moisture fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρασίαιν — ὑγρασία moisture fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρασίη — ὑγρασία moisture fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρασίην — ὑγρασία moisture fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρασίης — ὑγρασία moisture fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»