-
41 мокро
επίρ.με σημ. κατηγ. είναι υγρόίς, υπάρχει υγρασία. -
42 мокрота
-
43 мокрядь
-и θ. (απλ.)1. καιρός υγρός, βροχερός.2. υγρασία, νότια. -
44 парно
απρόσ. με σημ. κατηγ. είναι, όλο υδρατμούς ή υγρασία, αποπνικτικά υγρός. -
45 перекоробить
-итρ.σ. (συνήθως απρόσωπο).1. παραστραβώνω παρασκεβρώνω•стол -ло от сырости το τραπέζι σκέβρωσε από την υγρασία.
2. μτφ. προξενώ απέχθεια, αποστροφή, αηδία, σιχασιά, σιχαίνομαι, απεχθάνομαι•меня -ло от его грубости τον σιχάθηκα με την αγένεια του (χοντροκοπιά του).
παραστραβώνω,. παρασκεβρώνω•все стулья -лись όλα τα καθίσματα στράβωσαν πολύ.
-
46 поглотить
-ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поглощённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. παλ. καταπίνω καταβροχθίζω.2. καταχωνιάζω• ρουφώ•его -ло море τον κατάπιε η θάλασσα.
|| απορροφώ•поглотить влагу απορροφώ υγρασία•
губка -ла воду το σφουγγάρι απορρόφησε το νερό.
|| μτφ. απασχολώ•эта идея -ла его всего αυτή η ιδέα τον απορρόφησε κυριολεκτικά.
|| μτφ. αφομοιώνω• καταβροχθίζω•-много книг καταβροχθίζω πολλά βιβλία.
3. απομυζώ, τραβώ, παίρνω λίγο.καταπίνομαι• καταβροχθίζομαι. || απορροφούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
47 погребной
επ.υπόγειος, του υπόγειου•-ая сырость η υπόγεια υγρασία•
погребной запах η μυρουδιά του υπόγειου.
-
48 портить
горчу, портишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. χαλνώ φθείρω καταστρέφω βλάπτω•портить механизм χαλώ το μηχανισμό•
сырость -ит обуви η υγρασία χαλνά τα παπούτσια•
портить зрение βλάπτω την όραση•
портить здоровье βλάπτω την υγεία•
портить отношения (μτφ.) χαλνώ τις σχέσεις.
2. διαφθείρω•портить характера χαλνώ το χαρακτήρα•
-нравы διαφθείρω τα ήθη.
3. παλ. μαγεύω, κάνω μάγια (για να αρρωστήσει).χαλνώ, φθείρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
49 потягивать
ρ.δ.βλ. тянуть με σημ. λίγο, ενίοτε.(απρόσ.) απορροφώ (υγρασία κ.τ.τ.).βλ. потянуться; потягивать в постели τεντώνομαι στο κρεβάτι. -
50 преть
прею преешьρ.δ.1. σαπίζω, σήπομαι• μουχλιάζω.2. μουσκεύω από την υγρασία, βλάπτομαι, αρρωσταίνω.3. μουσκεύω από τον ιδρώτα, ιδρώνω.4. σιγοβράζω. -
51 припёк
-
52 промокать
-
53 промокнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. промок-ла, -лоρ.σ. μουσκεύω, διαβρέχομαι, εμποτίζομαι•пальто -ло το πανωφόρι, μούσκεψε•
я -мок до костей μούσκεψα ως το κόκκαλο.
-ну, -ншьρ.σ.μ. απορροφώ την υγρασία, στεγνώνω• στυπώνω. -
54 протлеть
-еет ρ.σ.1. σαπίζω, σήπομαι• αποσυντίθεμαι•товар от сырости -ел το εμπόρευμα από την υγρασία σάπισε.
2. καίγομαι εντελώς•дрова в печи -ли τα ζύλα στη θερμάστρα κάηκαν εντελώς.
3. βρίσκομαι σε κατάσταση σήψης. -
55 разбухнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. разбух-ла, -лоρ.σ.1. φουσκώνω, διογκώνομαι, εξογκώνομαι (από υγρασία). || πρήζομαι. || παχαίνω• χοντραίνω.2. μεγαλώνω, αυξαίνω υπεραρκετά. -
56 раскиснуть
ρ.σ., παρλθ. χρ. раскис, -ла, -ло.1. φουσκώνω (για ζυμάρι).2. διογκώνομαι, φουσκώνω (από υγρασία). || λασπώνω•от дождя дороги -сли από τη βροχή οι δρόμοι λάσπωσαν.
3. μτφ. σβήνω, ξεθυμαίνω, χαλαρώνω, γίνομαι αδιάφορος. || αποκάμνω, καταπονούμαι, απαυδώ•совсем я -ис от жары απηύδησα εντελώς απ αυτή τη ζέστη.
|| συγκινούμαι. -
57 распучить
-чит ρ.σ. απρόσ. φουσκώνω, διογκώνομαι•живот его -ло от каши η κοιλιά του φούσκωσε από το κουρκούτι•
бревно -ло от сырости το κούτσουρο φούσκωσε από την υγρασία.
-
58 слякотный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноλασπώδης•-ая улица λασπώδης δρόμος.
|| υγρός•слякотный день υγρή μέρα, όλο υγρασία.
-
59 сок
-а (-у), προθτ. о соке, в соку α.1. χυμός•сок дерева ο χυμός του δέντρου•
яблочный сок χυμός μήλου•
апельсиновый сок χυμός πορτοκαλιού.
|| το υγρό (έκκριμα)•желудочный сок το γαστρικό υγρό.
2. μτφ. παλ. κάθε τι εκλεκτό, η κρέμα. || μτφ. η ουσία, το ουσιώδες, το κύριο, το βασικό, το ζουμί.3. δεψικό διάλυμα.εκφρ.- и земли – η υγρασία και οι θρεπτικές ουσίες της γης γιαταφυτά•в (сэмом, полном) -у – στην ακμή των σωματικών δυνάμεων•выжимать (жать, тянуть, сосать – κ.τ.τ.) сок ή -и ξεζουμίζω, ξεψαχνίζω, αφαιμάσσω, εκμυζώ, απομυζώ (εξαντλώ). -
60 спарить
См. также в других словарях:
ὑγρασία — ὑγρασίᾱ , ὑγρασία moisture fem nom/voc/acc dual ὑγρασίᾱ , ὑγρασία moisture fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίᾳ — ὑγρασίᾱͅ , ὑγρασία moisture fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρασία — η / ὑγρασία, ΝΜΑ [υγράζω] η κατάσταση τού υγρού, υγρότητα νεοελλ. 1. (μετεωρ.) η ποσότητα τών υδρατμών που περιέχονται στον ατμοσφαιρικό αέρα 2. (κλιματολ.) α) η ποσότητα τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων β) ο λόγος κατακρημνισμάτων εξάτμισης 3 … Dictionary of Greek
υγρασία — η 1. η παρουσία πολλών υδρατμών στην ατμόσφαιρα: Το βράδυ στη λίμνη έχει πολλή υγρασία. 2. το να είναι κάτι υγρό, η υγρότητα: Η υγρασία του ξύλου δεν το αφήνει να καεί. 3. σταγονίδια νερού στους πόρους αγγείου ή τοίχου: Ο τοίχος βγάζει υγρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑγρασίας — ὑγρασίᾱς , ὑγρασία moisture fem acc pl ὑγρασίᾱς , ὑγρασία moisture fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίαι — ὑγρασίᾱͅ , ὑγρασία moisture fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίαν — ὑγρασίᾱν , ὑγρασία moisture fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίαιν — ὑγρασία moisture fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίη — ὑγρασία moisture fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίην — ὑγρασία moisture fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίης — ὑγρασία moisture fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)