Перевод: с русского на английский

с английского на русский

η+τσέπη

  • 1 Tukey's pocket test

    = Tukey's quick test; Tukey's q-test
    French\ \ test q de Tukey
    German\ \ Tukeyscher q-Test
    Dutch\ \ zaktoets van Tukey; sneltoets van Tuckey; q-toets van Tukey
    Italian\ \ test rapido di Tukey; test q di Tukey
    Spanish\ \ prueba q de Tukey
    Catalan\ \ prova q de Tukey; test q de Tukey
    Portuguese\ \ teste de bolso de Tukey; teste rápido de Tukey; teste q de Tukey
    Romanian\ \ testul q de Tukey
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ δοκιμασία Tukey τσέπη του; γρήγορη δοκιμασία Tukey του; q Tukey για τη δοκιμή
    Finnish\ \ Tukeyn pikatesti; Tukeyn q-testi
    Hungarian\ \ Tukey-féle zseb próba; Tukey-féle gyors próba; Tukey-féle q-próba
    Turkish\ \ Tukey cep sınaması; Tukey cep testi; Tukey çabuk sınaması; Tukey q-testi
    Estonian\ \ Tukey kiire test; Tukey q-test
    Lithuanian\ \ Tukey kišeninis kriterijus; Tjukio kišeninis kriterijus; Tukey supaprastintass kriterijus; Tjukio supaprastintass kriterijus; Tukey q kriterijus; Tjukio q kriterijus
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ test Tukeya kieszonkowy; test q Tukeya; test Tukeya szybki
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ Tukey q-próf
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ azmoone Tukey q
    Persian-Farsi\ \ آزمون فوري توکي
    Arabic\ \ اختبار توكي السريع ؛ اختبار q لتوكي
    Afrikaans\ \ Tukey se vinnige toets; Tukey se q-toets
    Chinese\ \ 图 基 快 速 检 验 ; 图 基 q 检
    Korean\ \ Tucky의 q-검정

    Statistical terms > Tukey's pocket test

См. также в других словарях:

  • τσέπη — η, Ν 1. εσωτερική ή εξωτερική θήκη ενδύματος («ξηλώθηκε η τσέπη τού παντελονιού μου») 2. συνεκδ. η ποσότητα που χωράει σε μια τσέπη («έφαγε μια τσέπη σταφίδες») 3. φρ. α) «τό έχω στην τσέπη» λέγεται για κάτι που είναι βέβαιο, εξασφαλισμένο («τον… …   Dictionary of Greek

  • τσέπη — η (λ. τουρκ.) 1. θυλάκιο, σακουλάκι ρούχου για να βάζουμε τα χέρια μας ή μικροαντικείμενα. 2. όσο χωράει μια τσέπη: Αγόρασα μια τσέπη σπόρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουζουνάρα — και μπουζνάρα, η μεγάλη τσέπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. ρουμ. buzunar «τσέπη» (< *υποζωνάριον) + μεγεθ. κατάλ. α] …   Dictionary of Greek

  • τσεπώνω — Ν [τσέπη] 1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου 2. μτφ. αποκομίζω κέρδη με αθέμιτα, συνήθως, μέσα («οι μεσάζοντες τσέπωσαν και φέτος μεγάλα ποσά») …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] …   Dictionary of Greek

  • θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών …   Dictionary of Greek

  • θυλακώνω — [θύλακος] βάζω στη σακούλα ή στην τσέπη, τσεπώνω …   Dictionary of Greek

  • καβούρι — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο, Δ της Βουλιαγμένης, στο… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»