Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+τρύπα

  • 81 надсверлить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надсверленный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. τρυπανίζω ελαφρά.
    2. τρυπανίζω, κάνω τρύπα με το τρυπανι.

    Большой русско-греческий словарь > надсверлить

  • 82 нора

    -ы, αιτ. нору, πλθ. норы θ. φωλιά ζώου, κρυσφύγετο, τρύπα, κοίτη, τρώγλη, μονιά, κοιμηθιά•

    нора волка λυκότρυπα, λυκοφωλιά•

    лисья нора αλεπότρυπα•

    заячья нора κοιμηθιά. нора барсука ασβοφωλιά.

    Большой русско-греческий словарь > нора

  • 83 окно

    -а, πλθ. окна, окон, окнам ουδ.
    1. παράθυρο•

    комната в три окна δωμάτιο με τρία παράθυρα•

    открываю окно ανοίγω το παράθυρο.

    || κατώφλι παράθυρου•

    сесть на окно κάθομαι στο παράθυρο.

    2. οπή, τρύπα•

    окно для пропуска воды οπή διαρροής νερού.

    || μτφ. θεωρείο, παρατηρητήριο•

    окно в Европу παράθυρο προς την Ευρώπη•

    окно в жизнь, в мир παράθυρο προς τη ζωή, προς τον κόσμο.

    3. (διαλκ.) βαθύ μέρος βάλτου (αχορτάριαστο).
    4. ελεύθερη ώρα (ωρολογίου προγράμματος), χωρίς μάθημα.

    Большой русско-греческий словарь > окно

  • 84 очко

    -а, γεν. πλθ. -ов ουδ.
    1. (αθλτ., παιγνίδια) πόντος, βαθμός. || σημάδια μονάδων στα ζάρια, στιγμή.
    2. είδος χαρτοπαίγνιου.
    3. οπή, τρύπα•

    очко улья οπή της κυψέλης.

    || βρόχος, το μάτι του διχτιού.
    4. μάτι, οφθαλμός φυτών.
    εκφρ.
    дать десять -бв вперд- – ξεπερνώ κατά πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > очко

  • 85 пещера

    θ.
    σπηλιά, σπήλαιο• τρύπα• άντρο.

    Большой русско-греческий словарь > пещера

  • 86 пистон

    α.
    1. έμβολο, πιστόνι. || εμπυ-ρειο• στρακα, χάρτινο καψουλι παιδ. παιγνιδιών.
    2. επιστόμιο μουσικών οργάνων.
    3. τρύπα (κουμπότρυπα) μεταλλική για κορδόνια.

    Большой русско-греческий словарь > пистон

  • 87 пробить

    -бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил
    -ла, -ло, προστκ. пробей
    ρ.σ.
    1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•

    пробить стену τρυπώ τον τοίχο•

    пробить отверстие ανοίγω τρύπα•

    пробить брешь κάνω ρήγμα.

    || σπάζω, θραύω•

    река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.

    || διαπερνώ, διέρχομαι•

    лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.

    2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).
    3. βλ. проконопатить.
    4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).
    5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•

    пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    пробить в барабан τυμπανίζω•

    пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•

    часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•

    в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.

    6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•

    мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.

    εκφρ.
    пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•
    час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).
    1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.
    2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.
    3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).
    4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.
    5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•

    мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.

    εκφρ.
    пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > пробить

  • 88 продырявить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    διατρυπώ, ανοίγω τρύπα. || φθείρω•

    он -ил на локтях пиджак αυτός τρύπησε το σακάκκι στους αγκώνες.

    τρυπώ, τρυπιέμαι•

    туфли.-лись τα παπούτσια τρύπησαν.

    Большой русско-греческий словарь > продырявить

  • 89 прокол

    α.
    1. τρύπημα, σούβλισμα παρακέντηση.
    2. οπή, τρύπα.

    Большой русско-греческий словарь > прокол

  • 90 проломить

    -ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проломленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. διατρυπώ, σπάζω•

    проломить лёд σπάζω τον πάγο•

    череп σπάζω το κρανίο•

    проломить дыру в крышу ανοίγω τρύπα στη στέγη.

    θραύομαι, σπάζω•

    мост -лся η γέφυρα έσπασε (από το βάρος).

    Большой русско-греческий словарь > проломить

  • 91 пропустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει• επιτρέπω.
    2. εξυπηρετώ•

    столовая -ла за день тысячу людой το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα.

    || περνώ•

    пропустить нитку через уш-κο•

    иголки περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού.

    || διατρυπώ• διαπερνώ•

    пропустить гвоздь через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί.

    || διοχετεύω•

    пропустить воду через фильтр φιλτράρω το νερό.

    || κόβω•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή.

    || εξετάζω, ελέγχω• περνώ• υποβάλλω•

    пропустить проект через комиссию περνώ το σχέδιο από την επιτροπή (για έλεγχο).

    3. αναμερώ (για να περάσει κάποιος)•

    женщину с ребнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι.

    || επιτρέπω την είσοδο•

    пропустить в парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρκο.

    (αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ•

    вратарь -ил мяч в ворота ο τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ.

    4. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. || ξεχνώ κάτι περνώντας από κοντά. || αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.
    5. αφήνω κενό. || παρέρχομαι• παραλείπω•

    пропустить несколько страниц αφήνω μερικές σελίδες.

    || απουσιάζω•

    пропустить урок απουσιάζω από το μάθημα.

    6. (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. || τρώγω κάτι, τσιμπώ.
    εκφρ.
    никого не пропустить – δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > пропустить

  • 92 прорвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прорванный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. σχίζω, ξεσχίζω•

    прорвать чулок ξεσχίζω την κάλτσα.

    2. διατρυπώ, κάνω τρύπα, ανοίγω οπή. || σπάζω, κάνω ρήγμα•

    прорвать линию обороны противника σπάζω τη γραμμή της άμυνας του εχθρού•

    прорвать блокоду σπάζω τον κλοιό.

    3. αναζωογονούμαι, αναζωπυρούμαι, φορτσάρω, παίρνω φόρτσα.
    1. σχίζομαι, ξεσχίζομαι.
    2. σπάζω, παθαίνω διάρυξη•

    плотина -лась το φράγμα έσπασε.

    || ανοίγω•

    -лся нарыв έσπασε το απόστημα.

    3. ανοίγω δρόμο, υπερπηδώ, ξεπερνώ εμπόδιο. || προχωρώ σπάζοντας.
    4. εμφανίζομαι ξαφνικά.

    Большой русско-греческий словарь > прорвать

  • 93 прорез

    α.
    1. κοπή, κόψιμο.
    2. κοψιά, εγκοπή. || οπή, τρύπα (με πριόνιση ή κόψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > прорез

  • 94 прореха

    θ.
    1. σχισμή (σε ένδυμα)• ξήλωμα. || οπή, τρύπα, άνοιγμα. || μτφ. έλλειψη, κενό• ελάττωμα, μειονέκτημα, ατέλεια.
    2. το μπροστινό άνοιγμα του παντελονιού.

    Большой русско-греческий словарь > прореха

  • 95 проруб

    α.
    τρύπα στον πάγο.

    Большой русско-греческий словарь > проруб

  • 96 просверлить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просверленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    1. τρυπανίζω διαμπερώς. || ανοίγω τρύπα με το τρυπάνι.
    2. τρυπανίζω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > просверлить

  • 97 проскочить

    -скочу, -скочишь ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω τρέχοντας.
    2. (για χρόνο) παρέρχομαι, φεύγω γρήγορα. || εισέρχομαι, εισδύω γρήγορα•

    собака -ла в отверстие, которое было в заборе το σκυλί μπήκε γρήγορα μέσα από την τρύπα, που ήταν στο φράχτη.

    3. μτφ. εμφανίζομαι, βγαίνω στα φανερά• διολισθαίνω, ξεφεύγω.
    (απλ.) καταφέρνω να γίνω• αναρριχιέμαι•

    он -ил в директора τα κατάφερε να γίνει διευθυντής.

    Большой русско-греческий словарь > проскочить

  • 98 протиснуть

    ρ.σ. χώνω, μπήγω•

    протиснуть палку в отверстие μπήγω τον πάσσαλο στην τρύπα.

    χώνομαι, μπήγομαι, εισδύω, εισχωρώ, μπαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > протиснуть

  • 99 проточина

    θ.
    1. τρύπα, οπή (από σκουλήκια, έντομα κ.τ.τ.)
    2. νεροφάγωμα.
    3. βλ. проток (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > проточина

  • 100 проушина

    θ.
    οπή, τρύπα• άνοιγμα.
    (τεχ.) υποδοχή.

    Большой русско-греческий словарь > проушина

См. также в других словарях:

  • τρύπα — τρύπᾱ , τρύπη hole fem nom/voc/acc dual τρύπᾱ , τρύπη hole fem nom/voc sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱ , τρυπάω bore pres imperat act 2nd sg τρύ̱πᾱ , τρυπάω bore imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύπα — η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α 1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή 2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγλη νεοελλ. 1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια 2. μτφ. κατάστημα ή… …   Dictionary of Greek

  • τρύπα — η 1. μικρό άνοιγμα, οπή. 2. μτφ., φωλιά ζώου, τρώγλη: Η τρύπα της αλεπούς. 3. μτφ., ο πρωκτός. 4. μικρό δωμάτιο ή μικρό κατάστημα: Νοίκιασε μια τρύπα και πουλάει σπόρια. 5. περιφραγμένος χώρος, όπου οι κτηνοτρόφοι φυλάγουν τα μικρά αρνιά και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυπᾷ — τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres subj mp 2nd sg τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres ind mp 2nd sg (epic) τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres subj act 3rd sg τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όζοντος, τρύπα — Βλ. λ. στρατόσφαιρα …   Dictionary of Greek

  • τρύπας — τρύπᾱς , τρύπη hole fem acc pl τρύπᾱς , τρύπη hole fem gen sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱς , τρυπάω bore imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοκοιλιακή επικοινωνία — Τρύπα στο διάφραγμα ανάμεσα στις δύο κοιλίες της καρδιάς. Αποτελεί την πιο συνηθισμένη συγγενή ανωμαλία της καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • μεσοκολπική επικοινωνία — Τρύπα στα τοιχώματα ανάμεσα στους δύο κόλπους της καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • τρύπαν — τρύπᾱν , τρύπη hole fem acc sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱν , τρυπάω bore imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τρύ̱πᾱν , τρυπάω bore imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • διάτρημα — το (AM διάτρημα) [διατετραίνω] τρύπα, άνοιγμα που δημιουργείται από διάτρηση νεοελλ. τρύπα σε πέτρωμα όπου τοποθετείται η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη || αρχ. μσν. μονόξυλο κατασκευασμένο από κορμό δέντρου αρχ. τρύπα στα νωτιαία νεύρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»