-
101 влечь
влечь 1влягу, вляжешь, влягут, παρλθ. χρ. влег, влегла, -ло, ρ.σ.ξαπλώνω ανάμεσα, εισχωρώ, μπαίνω μέσα.влечь 2влеку, влечешь, влекут, παρλθ. χρ. влек, влекла, -ло, παθ. μτχ. ενεστ. влекомый, βρ: -ом, -а, -о, ρ.δ.μ.1. τραβώ, έλκω, ελκύω, σέρνω, σύρω•усталая лошадь еле влекла повозку το κουρασμένο άλογο μόλις μπορούσε και τραβούσε το κάρο.
2. μτφ. θέλγω•она влекла его к себе, как магнит αυτή τον τραβούσε σα μαγνήτης.
влечь за собой συνεπάγομαι, έχω σα συνέπεια, συνεπιφέρω, φέρω•
преступление -чет за собой наказание το έγκλημα συνεπάγεται τιμωρία•
одно несчастье -чет за собой другое το ένα κακό φέρνει το άλλο.
1. τραβιέμαι, έλκομαι, ελκύομαι, σύρομαι•телега -чется волами το κάρο το τραβούν τα βόδια.
|| αργοβαδίζω, σέρνομαι. || (γιαχρόνο) παρέρχομαι, περνώ αργά, αργοδιαβαίνω.2. μτφ. θέλγομαι, προσελκύομαι•ее сердце -клось к нему η καρδιά της αιχμαλωτίστηκε απ’ αυτόν.
-
102 возмездие
-я ουδ. (ΰψ. ύφος) τιμωρία, κόλαση, τα επίχειρα της κακίας, θεία δίκη. -
103 встрёпка
-и θ. (απλ.) τιμωρία, μάλωμα, τράβηγμα των αυτιών, κατσάδα. -
104 выдрать
-
105 головомойка
-и θ.κατσάδα, -διασμα, γερό λούσιμο, αυστηρή τιμωρία•задать -у δίνω, βάζω κατσάδα.
-
106 гонка
-и θ.1. κυνηγητό, κυνήγι, -ημα•гонка вооружений το κυνήγι των εξοπλισμών.
|| δρόμος, τρέξιμο.2. βία, βιασύνη, σπουδή• ταχύτητα, γρηγοράδα.3. (αθλτ.) αγώνας δρόμουι, δρόμος•велосипедные -и ποδηλατοδρομία•
автомобильные -и αυτοκινητοδρομία•
гребные -и κωπηλατοδρομία•
парусные -и ιστιοδρομία.
4. τιμωρία, κατσάδα, κατσάδιασμα. -
107 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
108 дисциплинарный
επ.πειθαρχικός•-ое взыскание πειθαρχική τιμωρία•
-ая ответственность πειθαρχική ευθύνη•
дисциплинарный суд πειθαρχικό δικαστήριο.
-
109 достойный
επ., βρ: -бин, -бина, -бино.1. άξιος (καλού ή κακού)•достойный похвалы αξιέπαινος, επαινέσιμος•
достойный наказания άξιος τιμωρίας•
уважения αξιοσέβαστος•
достойный осуждения αξιοκατάκριτος.
2. δίκαιος, πρέπων, αρμόζων•-ая кара δίκαια τιμωρία.
3. ταιριασμένος, ταιριαστός, ευάρμοστος, προσήκων, αρμόζων.4. παλ. αξιοπρεπής, έντιμος, σεβαστός. -
110 египетский
-
111 заслуженный
επ. από μτχ.1. άξιος, επάξιος, αντάξιος•-ая награда επάξιο βραβείο.
|| δίκαιος, δικαιολογημένος, πρεπούμενος•-ая кара δίκαια τιμωρία.
2. διακεκριμένος, επιφανής, διάσημος. || μτφ. (αστ.) παλαιός, που έχει πολυετή υπηρεσίαν, καραβάνας. -
112 избегать
избегать 1ρ.σ.μ. περιέρχομαι, γυρίζω, περιτρέχω•-ал за день весь город για μια μέρα γύρισα όλη την πόλη.
1. κουράζομαι από τα πολλά τρεξίματα.2. μτφ. (για παιδιά) παρεκτρέπομαι, εξωκέλλω.избегать 2ρ.δ.1. αποφεύγγώ•он -ет знакомых, предпочитает уединение αυτός αποφεύγει τους γνωστούς, προτιμά τη μοναξιά•
они -ет смотреть в глаз£ αυτή αποφεύγει να κοιτάζει στα μάτια•
избегать встречи с кем-л. αποφεύγω να συναντηθώ με κάποιον.
2. διαφεύγω, ξεφεύγω•избегать наказания αποφεύγω την τιμωρία•
опасности αποφεύγω τον κίνδυνο.
-
113 казнь
-и θ.1. εκτέλεση (θανατοποινίτη). || τιμωρία.2. βάσανο, τυραγνία, ταλαιπωρία.εκφρ.торговая казнь – παλ. δημόσια μαστίγωση. -
114 кара
-ы θ.αυστηρή τιμωρία, πέλεκης•укрывать, преступника от -ы κρύβω τον εγκληματία από τον πέλεκη της δικαιοσύνης.
-
115 миновать
ную, -нуешь,επιρ. μτχ. минуя ρ.σ.1. δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα ή αφήνω πίσω μου•миновать прохожего προσπερνώ το διαβάτη•
миновать деревню προσπερνώ το χωριό.
|| περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά•пуля -ла мозг η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυαλό.
2. διαφεύγω, ξεφεύγω γλυτώνω•они едва -ли гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν από το θάνατο•
не миновать тебе выговора δε θα ξεφύγεις από την τιμωρία.
3. τελειώνω, λήγω, περνώ•-ло лето πέρασε το καλοκαίρι•
опасность -ла ο κίνδυνος πέρασε.
4. κλείνω, συμπληρώνω.εκφρ.-уя – αποφεύγοντας παρακάμπτοντας•миновать подробности – αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.τελειώνω, λήγω, περνώ. -
116 натаскивание
-я ουδ.1. κουβάλημα,; μεταφορά, μετακόμιση.2. εξαγωγή, βγάλσιμο.3. κλεψιμο, βούτηγμα, πάρσιμο.4. τιμωρία, τράβηγμα αυτιών ή μαλλιών.-я ουδ.1. βλ. натаска.2. διδασκαλ,ία στοιχειωδών γνώσεων, κουτσό μάθηση, -
117 натрепать
-еплю, -плешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натрпанный, βρ: -пан, -а, -о ρ.σ.μ.1. (με ποσοτική σημ.) κοπανίζω πολύ•натрепать много льна κοπανίζω πολύ λινάρι.
2. μτφ. τραβώ, τινάζω (ως τιμωρία)•натрепать за волосы τραβώ από τα μαλλιά•
натрепать за уши τραβώ από τ αυτιά.
3. περιττολογώ, φλυαρώ, πολυλογώ, λογοκοπώ. -
118 незаслуженный
επ.ανάξιος• άδικος•-ая награда βραβείο (βράβευση) που δεν το αξίζει•
-ая репутация, ιδιοποιημένη φήμη•
-ое наказание άδικη τιμωρία.
-
119 нести
несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. несяρ.σ.1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•-мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.
|| μτφ. επωμίζομαι•нести отвтственность φέρω ευθύνη.
|| εκτελώ εκπληρώνω•нести службу εκτελώ υπηρεσία•
нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.
|| μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.
3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•-ст чесноком μυρίζει σκόρδο•
от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.
|| φυσώ, πνέω•с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•
-т с окна φυσάει από το παραθύρι.
|| μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•
нести потери υφίσταμαι απώλειες•
нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.
5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.6. επιφέρω•нести смерть επιφέρω τον θάνατο.
7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.8. γεννώ (αυγά)•курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.
9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.
εκφρ.высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες. -
120 орех
-а α.1. καρύδι•грецкий орех ελληνικό καρύδι (εκλεκτής ποικιλίας)•
миндальный το αμύγδαλο•
калнные -и ψημένα καρύδια•
кокосовый орех κοκοκάρυδο•
рвотный орех εμετικό καρύδι•
мускатный орех μοσχοκάρυδο.
2. η καρυδιά. || το ξύλο της καρυδιάς.εκφρ.земляной (китайский) орех – αραποφιστικα, σουδάνιαΗβ•-и (будет, достанет(ся) – θα τις φας, θα τις μαζέψεις θα πάρεις το μερτικό σου (σε περιμένει τιμωρία)•разделать (отделать) под орех – κατσαδιάζω γερά.
См. также в других словарях:
τιμωρία — η 1. ποινή, κολασμός για άδικη πράξη: Τιμωρία ενόχων. 2. η θεία δίκη: Η τιμωρία της ασέβειάς του. 3. βάσανο, ταλαιπωρία: Είναι μεγάλη τιμωρία να με κρατάς όρθιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμωρία — τῑμωρίᾱ , τιμωρία retribution fem nom/voc/acc dual τῑμωρίᾱ , τιμωρία retribution fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμωρίᾳ — τῑμωρίαι , τιμωρία retribution fem nom/voc pl τῑμωρίᾱͅ , τιμωρία retribution fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμωρία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. τιμωρίη Α [τιμωρός] 1. ανταπόδοση κακού, εκδίκηση 2. ποινή που επιβάλλεται από την πολιτεία για πράξη που θίγει τους νόμους 3. η θεία δίκη που πλήττει αυτόν ο οποίος παρέβη τους γραπτούς και, κυρίως τους άγραφους κανόνες τού… … Dictionary of Greek
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… … Dictionary of Greek
Dispute about Jesus' execution method — This article is about different views on the form of the gibbet used in the Crucifixion of Jesus. For supposed relics of a Cross, see True Cross. Part of a series on the Death and resurrection of Jesus Passion Last Supper Arr … Wikipedia
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek