-
21 возня
возн||яж разг1. ὁ θόρυβος, ἡ φασαρία, ἡ ταραχή / ὁ σαματᾶς (шум):поднимать \возняίο προκαλώ θόρυβο, σηκώνω φασαρία·2. (хлопоты) ὁ μπελᾶς, ἡ σκοτούρα, οἱ ἐγνοιες. -
22 волнение
волнени||ес1. (на море) ἡ φουσκοθα-λασσιά, ἡ θαλασσοταραχή·2. перен ἡ ταραχή, ἡ συγκίνηση [-ις], ἡ ἀνησυχία:прийти́ в \волнение συγκινούμαι, ταράζομαι, ἀνησυχῶ·3. \волнениея мн. (народные) οἱ ταραχές. -
23 гам
гамм разг ὁ θόρυβος, ἡ ταραχή, ἡ βοή, τό πατιρντί. -
24 гвалт
гвалтм разг τό πατιρντί, ἡ ταραχή, ὁ θόρυβος. -
25 замечать
замечатьнесов1. (видеть, обращать внимание) παρατηρώ, προσέχω, ἀντιλαμβάνομαι, διαπιστώνω:\замечать чье-л. отсутствие ἀντιλαμβάνομαι τήν ἀπουσία κάποιου· \замечать чье-л. смущение παρατηρώ τήν ταραχή κάποιου·2. (отмечать) σημειώνω, βάζω σημάδι:\замечать время σημειώνω τήν ὠρα·3. (говорить, вставлять в разговор) λέγω, παρατηρώ. -
26 замешательство
замешательствос ἡ σύγχυση [-ις], ἡ ταραχή/ ἡ ἀμηχανία (смущение):приходить в \замешательство τά χάνω, Ερχομαι σέ ἀμηχανία· вносить \замешательство φέρνω σύγχυση· приводить в \замешательство φέρνω σέ ἀμηχανία. -
27 кутерьма
кутерьмаж разг ἡ ταραχή, τό πατιρ-ντί, ἡ φασαρία. -
28 переполох
переполохм ἡ ταραχή, ὁ σάλος/ ἡ ἀναστάτωση, ἡ ἀναμπουμπούλα (смятение):поднять \переполох προκαλώ ἀναστάτωση, -
29 пертурбация
пертурбацияж ἡ (ἀνα)ταραχή. -
30 растерянность
растерянн||остьж ἡ σύγχιση [-ις], ἡ ἀμηχανία, ἡ ταραχή, ἡ σαστι(σ)μάρα. -
31 улечься
улечьсясов1. см. укладываться 3·2. перен (утихнуть) καθησυχάζω, κατευνάζομαι/ κοπάζω (о ветре, пыли):волнение улеглось ἡ ταραχή κατευνάσθηκε. -
32 ажиотаж
[αζιατάζ] ουσ. α. ταραχή -
33 волнение
[βαλνιένιιε] ουσ. ο. ταραχή -
34 дыбом
[ντύμπαμ] εκίρ. στα πίσω πόδια (για άλογο), από ταραχή -
35 смятение
[σμιτιένιιε] ουσ. ο. σύγχιση, ταραχή -
36 ажиотаж
[αζιατάζ] ουσ α ταραχή -
37 волнение
[βαλνιένιιε] ουσ ο ταραχή -
38 дыбом
[ντύμπαμ] επίρ στα πίσω πόδια (για άλογο), από ταραχή -
39 смятение
[σμιτιένιιε] ουσ ο σύγχιση, ταραχή -
40 ажиотаж
-а α.1. χρηματιστηριακή ή εμπορική κερδοσκοπία (συνδυασμένη με υπερτίμηση ή υποτίμηση).2. ταραχή, ντόρος.
См. также в других словарях:
ταραχῇ — ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχή — disorder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… … Dictionary of Greek
ταραχή — η 1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας. 2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή. 3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα. 4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου φερε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταραχῆι — ταραχῇ , ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχαῖς — ταραχή disorder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχαί — ταραχή disorder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῆς — ταραχή disorder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῇσι — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῇσιν — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχήν — ταραχή disorder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)