-
21 турнир
-
22 уровень
уровень м 1) η στάθμη; высота над уровнем моря το ύψος πάνω από τη θάλασσα 2) (степень развития) το επίπεδο; жизненный \уровень το βιοτικό επίπεδο 3) полит.: встреча (переговоры, совещание) на высшем \уровеньне η συνάντηση (οι συνομιλίες, η διάσκεψη) κορυφής* * *м1) η στάθμηвысота́ над у́ровнем мо́ря — το ύψος πάνω από τη θάλασσα
2) ( степень развития) το επίπεδοжи́зненный у́ровень — το βιοτικό επίπεδο
3) полит.встре́ча (перегово́ры, совеща́ние) на вы́сшем у́ровне — η συνάντηση (οι συνομιλίες, η διάσκεψη) κορυφής
-
23 встреча
встречаж1. ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συν-απάντηση/ ἡ ὑποδοχή (прием)/ τό ραντεβού (свидание)·2. спорт. ἡ συνάντηση·3. (приезжающего) ἡ προϋπάντηση, ἡ ὑποδοχή· ◊ \встреча Нового года ἡ γιορτή τῆς πρωτοχρονιάς (или τοῦ Νέου ἐτους). -
24 свидание
свидани||ес τό ραντεβοῦ / ἡ συνέντευ-ξη [-ις], ἡ συνάντηση [-ις] (деловое):назначать \свидание а) δίνω ραντεβοῦ (любовное), б) ὁρίζω συνάντηση (деловое)· идти на \свидание πηγαίνω στό ραντεβοῦ· ◊ до \свиданиея ἀντίο!, ὠρ' βουάρ!, χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή ἀντάμωση!· до скорого \свиданиея! γρήγορη ἀντάμωση! -
25 матч
-а α. (αθλτ.) συνάντηση, ματς•футбольный матч ποδοσφαιρική συνάντηση.
-
26 наведение
(управление полётом) η καθοδήγηση, η πλοήγηση, η διεύθυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наведение
-
27 саммит
η συνάντηση κορυφής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > саммит
-
28 готовить
готовить 1) ετοιμάζω 2) (пищу) μαγειρεύω \готовиться ετοιμάζομαι; \готовиться к встрече ετοιμάζομαι για συνάντηση (или για την υποδοχή)* * *1) ετοιμάζω2) ( пищу) μαγειρεύω -
29 готовиться
гото́витьсяся к встре́че — ετοιμάζομαι για συνάντηση ( или για την υποδοχή)
-
30 навстречу
навстречунареч προς συνάντηση:ехать \навстречу πηγαίνω νά προϋπαντήσω· пойти́ кому́-л. \навстречу перен Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου. -
31 сбор
сборм1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):\сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):\сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο. -
32 слет
слетм1. (птиц) ἡ συνάθροιση (των πουλιών)·2. перен συνάθροιση [-ις]. ἡ συνάντηση [-ις]. -
33 случайный
случайн||ыйприл1. (непредвиденный) τυχαίος:\случайныйая встреча ἡ τυχαία συνάντηση· \случайныйое совпадение τυχαία σύμπτωση·2. (непостоянный):\случайныйый заработок τά τυχερά. -
34 уклоняться
уклон||ятьсянесов1. (отстраняться) (παρ)εκκλίνω, ἐκτρέπομαι:\уклонятьсяя́ться от удара ἀποφεύγω τό χτύπημα·2. перен ἀποφεύγω, ξεφεύγω, ὑπεκφεύγω (избегать):\уклонятьсяи́ться от боя воен. φυγομαχῶ· \уклонятьсяя́ться от темы ξεφεύγω ἀπό τό θέμα· \уклонятьсяя́ться от разговора (встречи) ἀποφεύγω τή συζήτηση (τή συνάντηση)·3. прям., перен (отклоняться) παρα-στρατίζω, ἐκτρέπομαι:\уклонятьсяяться от истины ἐκτρέπομαι τής ἀληθείας. -
35 αποφεύγω
(αόρ. απέφυγα) μετ. прям., перен. избегать, уклоняться; ускользать;αποφεύγουμε να συναντηθούμε — избегать друг друга;
αποφεύγω ν' απαντήσω καθαρά — уклоняться, ускользать от прямого ответа;
αυτό δεν θα μπορέσει να το αποφύγει этого ему не миновать;τό χτύπημα (τη συζήτηση, τη συνάντηση) — уклоняться от удара (разговора, встречи);απέφυγε τον κίνδυνο он избежал опасности;τον αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι — он бегает от него, как чёрт от ладана
-
36 γίνομαι
(αόρ. έγινα, (ε)γίνηκα и γένηκα, υποτ. αόρ. να γίνω, γίνω и γενώ, προστ. γίνε)1) возникать, появляться; από τότε πού έγινε ο κόσμος с тех пор как стоит мир; 2) осуществляться, совершаться; иметь место; состояться;αύριο θά γίνει η συνάντηση — завтра состоится встреча;
η συνεδρίαση δεν έγινε заседание не состоялось;έγιναν πολλές αλλαγές произошло много изменений; 3) делаться, становиться; превращаться;γίνομαι δάσκαλος — становиться учителем;
γίνομαι πλούσιος — разбогатеть;
τό σπίτι έχει γίνει ερείπιο — дом превратился в развилины;
έγινε με σπίτι он стал теперь владельцем дома;θα γίνεν γελοίος — он сгинет посмешищем;
δεν θα γίνει ποτέ του τίποτε — из него никогда ничего не выйдет;
πώς έγινε έτσι;а) как он стал таким?; б) как это могло случиться?; όπως έγινε γνωστό... как стало известно...; 4) уродиться, вырасти; созревать, поспевать;όταν γίνουν τα σταφύλια — когда созреет виноград;
τό σιτάρι γίνεται εδώ — здесь растёт пшеница;
5) быть готовым;πότε θα γίνει το φαί; — когда будет готова еде?;
δεν έγιναν ακόμη τα παπούτσια μου мой ботинки ещё не готовы;όλο γίνεται αυτός ο δρόμος — как долго строится Зга дорога;
6):τρία και τέσσερα γίνονται επτά — три и четыре—семь;
7) годиться, подходить, быть впору;αυτό το παλτό δεν σού γίνεται — это пальто тебе мало;
8) случаться, происходить;τί (μού) γίνηκες; — что с тобой случилось?, куда ты пропал?;
τί έγινε αυτός; что с ним случилось?; куда он пропил?;τι γίνβται η υπόθεση μας; — в каком состоянии наше дело?;
τί γίνεται εκεί; — что там происходит?;
9) τριτοπρόσ. становится возможным, вероятным;πράγμα πού γίνεται — это вполне возможно, вероятно;
δε γίνεται — или πράγμα πού δε γίνεται — это невозможно, невероятно;
10) απρόσ. нужно, должно; следует, подобает;δεν γίνεται να βγαίνεις έξω μοναχή — тебе не следует выходить одной;
γίνεται να είναι τόσο κουτός; — неужели он такой дурак?;
§ τό γί(γ)νεσθαι филос, становление; непрерывное движение н изменение (материи);γίν καλά — поправляться, выздоравливать;
γίνομαι άνω-κάτω — а) очень расстроиться; — возмущаться; — б ) быть в полном беспорядке (о вещах);
γίνομαι έξω φρενών — выходить из себя;
γίνετατ γνωστό — доводится до сведения;
δεν ξέρα τί τού γίνεται — а) он ни черта не смыслит в этом; — б) он совсем не в курсе дела;
έγινε τού κουτρούλη ο γάμος там были большая суматоха, неразбериха;άν, ό μη γένοιτο... не дай бог, если...;τί θα γίνουμε! — что с нами будет!;
γένοιτο! пусть будет так!;γενηθήτω... книжн, да будет...; γενηθήτω φως! да будет свет!;τί (μοβ) γίνομαι εσαι; — как поживаешь?; — как дела?;
ότι γίνει άς γίνει — будь, что будет;
ό γέγονε γέγονε что сделано, то сделано;τα γενόμενα ουκ απογίνονται погов, что сделано, назад не воротишь; ничего не поделаешь -
37 πότε
επίρρ. когда?, в какое время?;από πότε; — с каких пор?;
ως πότε (*ραγε); — до каких (же) пор?;
γιά πότε; — на когда?; — на какое время?;
γιά πότε ορίστηκε η συνάντηση; — на какое время назначена встреча?;
§------иногда, время от времени, изредка, временами;τον συναντώ πότε πότε — я его время от времени встречаю;
πότε... πότε то... то...;
πότε (κάνει) ζέστη πότε κρύο — то жара, то холод;
πότε δω πότε κεί — то тут, то там
-
38 πρόκειται
απρόσ.1) предстоит; предвидится;πρόκειται να γίνει συνάντηση — предстоит встреча, свидание;
πρόκειται να φύγω — я скоро уезжаю (ухожу);
2) речь идёт о...; дело в том, что...;περί τίνος πρόκειτ; — о чём речь?, в чём дело?;
δεν πρόκειται γι' αυτό — речь идёт не об этом, не в этом дело
-
39 προφανώς
επίρρ. очевидно;η συνάντηση θα γίνει προφανώς το καλοκαίρι — встреча состоится, очевидно, летом
-
40 σπεύδω
См. также в других словарях:
συνάντηση — η / συνάντησις, ήσεως, ΝΑ [συναντῶ] το να συναντάται κανείς με άλλον, συναπάντημα, αντάμωση («η συνάντησή μας ήταν τυχαία») νεοελλ. 1. (αθλ.) αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή δύο αθλητικών ομάδων («ποδοσφαιρική συνάντηση») 2. φρ. α) «συνάντηση… … Dictionary of Greek
συνάντηση — η 1. τονα βρεθεί κάποιος μπροστά σε κάποιον, αντάμωμα: Όρισαν συνάντηση για την άλλη μέρα. – Η συνάντησή τους αποδείχτηκε μοιραία. 2. μτφ., αγώνας ανάμεσα σε δύο αθλητές ή ομάδες: Ποδοσφαιρική συνάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναντήσῃ — συναντήσηι , συνάντησις meeting fem dat sg (epic) συναντάω meet face to face aor subj mid 2nd sg (attic ionic) συναντάω meet face to face aor subj act 3rd sg (attic ionic) συναντάω meet face to face fut ind mid 2nd sg (attic ionic) συναντάω meet… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek