-
101 эталонный
επ.του πρότυπου μέτρου ή της ακρίβειας•эталонный набор συλλογή πρότυπων μέτρων•
эталонный прибор συσκευή (όργανο) ακρίβειας.
-
102 этюд
-а α.1. δοκίμιο ζωγράφου.2. μελέτη, σπουδή. || μικρό φιλολογικό ή μουσικό όγο. || συλλογή τραγουδιών μελέτες. -
103 Assembly
subs.Act of collecting: P. and V. συλλογή, ἡ, ἄθροισις, ἡ.People assembled: P. and V. σύλλογος, ὁ, σύνοδος, ἡ.Popular assembly: Ar. and P. ἐκκλησία, ἡ.Hold an assembly: Ar. and P. ἐκκλησιάζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Assembly
-
104 Collection
subs.A gathering together of persons or things: P. and V. συλλογή, ἡ, ἄθροισις, ἡ.Of taxes, etc.: P. εἴσπραξις, ἡ.What is collected: P. ἄθροισμα, τό (Plat., Theaet. 157B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Collection
-
105 Concentration
subs.P. συναγωγή, ή.Collection: P. and V. συλλογή, ἡ, ἄθροισις, ἡ.Attention: P. and V. ἐπιστροφή, ή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Concentration
-
106 Enlistment
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enlistment
-
107 Enrolment
subs.P. ἀναγραφή, ἡ.Collecting of troops: P. συλλογή, ἡ (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enrolment
-
108 Gathering
subs.Act of gathering: P. and V. συλλογή, ἡ, ἄθροισις, ἡ.Of the harvest: P. συγκομιδή, ἡ.Social gathering: Ar. and P. συνουσία, ἡ.Sore: P. and V. ἕλκος, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gathering
-
109 Mobilisation
subs.P. and V. ἄθροισις, ἡ, συλλογή, ἡ (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mobilisation
-
110 Muster
v trans.Collect: P. and V. συλλέγειν, συνάγειν, ἀθροίζειν, συναθροίζειν, συγκαλεῖν, ἀγείρειν, P. συναγείρειν.Review: P. and V. ἐξετάζειν.Muster to the help of: Ar. and P. συμβοηθεῖν (ἐπί, acc. or εἰς, acc.).Muster up, met.: P. σαναγείρειν.——————subs.P. and V. σύλλογος, ὁ, σύνοδος, ἡ, V. ἄθροισμα, τό.Act of mustering: P. and V. συλλογή, ἡ, ἄθροισις, ἡ.Review: P. ἐξέτασις, ἡ.Gathering the full muster of your friends: V. τῶν φίλων πλήρωμʼ ἀθροίσας (Eur., Ion, 663).In full muster: use adv., P. πανδημεί, πανστρατιᾷ, V. πανδημίᾳ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Muster
-
111 cem
συνάθροιση, συλλογή -
112 jeu
1) παίξιμο2) παιχνίδι3) σειρά4) συλλογή5) τζόγος6) μπόσικα
См. также в других словарях:
συλλογή — gathering fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… … Dictionary of Greek
συλλογή — η 1. συνάθροιση, μάζωμα: Συλλογή καρπών. 2. σύνολο πραγμάτων που έχουν συλλεχτεί: Κατάρτισε μια πλούσια συλλογή αρχαίων νομισμάτων. 3. επίμονη σκέψη, το να βυθίζεται κάποιος σε σκέψεις: Τον τρώει η συλλογή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συλλογῇ — συλλογῆι , συλλογεύς collector masc dat sg (epic ionic) συλλογή gathering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές … Dictionary of Greek
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… … Dictionary of Greek
Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της … Dictionary of Greek
Χίλιες και μία νύχτες — Συλλογή παραμυθιών σε αραβική γλώσσα –γνωστή στην Ελλάδα περισσότερο ως Χαλιμά– της οποίας ο πρώτος πυρήνας ήταν γνωστός από τον 9o αι.: μια σειρά διηγημάτων ινδικής καταγωγής πέρασε στον πολιτισμό της εποχής των Αββασιδών και την εποχή εκείνη… … Dictionary of Greek
απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά … Dictionary of Greek
Κανών Αλεξανδρινός — Συλλογή Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών που πραγματοποιήθηκε τον 2ο αι. π.Χ. από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο και τον Αρίσταρχο τον Γραμματικό. Αργότερα υπήρξαν και άλλοι κανόνες, συντεταγμένοι από διαφόρους. Στην πρώτη συλλογή είχαν περιληφθεί… … Dictionary of Greek