-
21 обсуждение
-я ουδ.συζήτηση• εξέταση• μελέτη•поставить в обсуждение βάζω για συζήτηση•
принимать участие в обсуждение παίρνω μέρος στη συζήτηση.
-
22 переспорить
ρ.σ.μ. νικώ, υπερτερώ στη συζήτηση πείθω κατά τη συζήτηση•он всех -ил αυτός τους ξεπέρασε όλους στη συζήτηση•
его не -ришь, всё на своем стоит αυτόν δεν τον πείθεις, επιμένει στο δική του άποψη.
-
23 прения
-ий πλθ. (ενκ. прение -я ουδ.) συζήτηση•открыть прения по докладу αρχίζω τη συζήτηση πάνω στην εισήγηση•
выступить в -ях παίρνω μέρος στη συζήτηση•
прекращение -ий σταμάτημα (κλείσιμο) της συζήτησης.
|| λογομαχία.εκφρ.прения сторон – οι ομιλίες των εκατέρωθεν συνηγόρων. -
24 спор
-а (-у) α.1. συζήτηση• αντιλογία ή λογομαχία, διαμάχη, έριδα.2. διαφορά, διεκδίκηση•имущественные -ы περιουσιακές διαφορές.
3. μτφ. αγώνας, πάλη. || συναγωνισμός, άμιλλα.εκφρ.вне -а – χωρίς συζήτηση, δε χωράει συζήτηση•на спор – βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω•- у нет – αναμφισβήτητα, αναμφίβολα, ασυζητητ ί. -
25 дискуссия
-
26 жаркий
-
27 загореться
загореться παίρνω φωτιά ανάβω, αναφλέγομαι (тж. перен.) \загоретьсялся спор άναψε η συζήτηση* * *παίρνω φωτιά; ανάβω, αναφλέγομαι (тж. перен.)загоре́лся спор — άναψε η συζήτηση
-
28 непринуждённый
непринуждённый αβίαστος, φυσικός· \непринуждённыйая беседа η άνετη συζήτηση* * *αβίαστος, φυσικόςнепринуждённая бесе́да — η άνετη συζήτηση
-
29 обсуждение
-
30 разговор
разговор м η ομιλία, η κουβέντα, η συζήτηση; вступить β \разговор πιάνω κουβέντα* * *мη ομιλία, η κουβέντα, η συζήτησηвступи́ть в разгово́р — πιάνω κουβέντα
-
31 спор
спор м η λογομαχία, η συζήτηση; η διαφορά (разногласие)* * *мη λογομαχία, η συζήτηση; η διαφορά ( разногласие) -
32 деловой
делов||ойприл1. ὑπηρεσιακός, τῶν ὑποθέσεων/ ἐμπορικός (торговый):\деловойые отношения οἱ ὑπηρεσιακές σχέσεις, οἱ ἐμπορικές σχέσεις· \деловойая корреспонденция ἡ ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία· \деловой разговор ἡ σοβαρή συζήτηση, ἡ συζήτηση γιά ὑπόθεση·2. (дельный) πρακτικός, θετικός, τής δουλείας:\деловой подход ἡ πρακτική ἀντιμετώπιση. -
33 диспут
диспутм ἡ συζήτηση [-ις], ἡ λογομαχία:вести \диспут κάνω συζήτηση, συζητώ, λογομαχώ. -
34 обсуждение
обсуждениес ἡ συζήτηση, ἡ ἐξέταση:предмет \обсуждениеия τό ἀντικείμενο συζήτησης· поставить на \обсуждение θέτω γιά συζήτηση· подвергать \обсуждениеию ὑποβάλλω σέ ἐξέταση· без \обсуждениеия ἀσυζητητί. -
35 почва
почв||аж1. τό ἔδαφος, ἡ γή:болотистая \почва τό ἐλωδες, βαλτώδες ἔδαφος· гли́иистая \почва τό πηλώδες (άργιλλώδες) ἔδαφος· плодородная \почва τό γόνιμο ἔδαφος·2. перен τό ἔδαφος, ἡ βάσις:на-щу́пать \почвау ἀνιχνεύω, βολιδοσκοπώ· заранее подготовить \почвау προετοιμάζω, προλειαίνω τό ἔδαφος· терять \почвау под ногами μοῦ φεύγει τό ἔδαφος4, κάτω ἀπ' τά πόδια μου· выбивать \почвау из-под ног ἀφοπλίζω στή συζήτηση, στρυμώχνω στή συζήτηση· ◊ на \почвае чего-л. ἐξαιτίας, ἔνεκα, λόγω τοῦ. -
36 прения
прениямн. ἡ συζήτηση [-ις]:открывать \прения ἀρχίζω τήν συζήτηση. -
37 дискуссия
-и θ.συζήτηση•вступить в -ю παίρνω μέρος στη συζήτηση.
-
38 диспут
-а α.1. συζήτηση (πάνω σε θέμα επιστημονικό, λογοτεχνικό κλπ.)• λογομαχία•вести диспут διεξάγω, κάνω συζήτηση, συζητώ.
2. δημόσια υποστήριξη διατριβής. -
39 доспорить
ρ.σ.τελειώνω τη συζήτηση• συζητώ ως•-им в следующий раз θα τελειώσουμε τη συζήτηση άλλη φορά.
συζητώ τόσο ώσπου•-лись до ссоры συζήτησαν τόσο, πού στο τέλος μάλωσαν.
-
40 вопрос
1. (обращение к кому-л., требующее ответа) η ερώτηση, το ερώτημαкосвенный - грам. έμμεση -2. (положе-ние, требующее разрешения, проблема) το ζήτημα, το πρόβλημαрассмотрение - а η συζήτηση/εξέταση του θέματος/ζητήματοςрешать - λύνω το ζήτημα/πρόβλημαнеразрешённый - το άλυτο ζήτημα/πρόβλημα3. (дело, касающееся, зависящее либо определяемое чем-л) η υπόθεση, το ζήτημα, το θέμα-представляющий взаимный интерес - με αμοιβαία ενδιαφέροντα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вопрос
См. также в других словарях:
συζήτηση — η ανταλλαγή γνωμών, διάλογος: Δεν τελείωσε η συζήτηση για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης σε μια συνεδρίαση της βουλής. – Απαγορεύτηκαν οι πολιτικές συζητήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συζήτηση — η / συζήτησις, ήσεως, ΝΜΑ [συζητῶ] 1. ανταλλαγή γνωμών πάνω σε ένα ζήτημα, η από κοινού εξέταση ενός θέματος μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για την επίλυσή του 2. ζωηρός διάλογος, αντιλογία (α. «πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek
συζητητικός — ή, ό / συζητητικός, ή, όν, ΝΑ [συζητῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συζήτηση («συζητητικὸς τρόπος» ο τρόπος διεξαγωγής συζήτησης, Φιλόδ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει διαλεκτική δεινότητα, ικανός ή επιδέξιος στη συζήτηση 2. φρ.… … Dictionary of Greek
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
αντιλογία — Η αντίρρηση, η αυθάδεια, το αντιμίλημα, αλλά και η αντίφαση, η συζήτηση, η εξέταση μιας υπόθεσης. (Φιλοσ.) Ο νόμος της α. ή αντίφασης, μαζί με τον νόμο της ταυτολογίας και τον νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, αποτελούν τους τρεις απλούς νόμους της… … Dictionary of Greek
γυναικοκουβέντα — η 1. συζήτηση μεταξύ γυναικών 2. μικροπρεπής συζήτηση ή ανόητη, αθεμελίωτη πληροφορία … Dictionary of Greek