Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+σκέψη

  • 101 злоумышление

    ουδ.
    παλ. κακή, κακούργα σκέψη, κακουργία.

    Большой русско-греческий словарь > злоумышление

  • 102 изворот

    α.
    1. παλ. στροφή, καμπή.
    2. πλθ.μτφ. στροφές, μεταπτώσεις (στη σκέψη κ.τ.τ.).
    3. μτφ. πονηριά, υπεκφυγή στρεψοδικία.

    Большой русско-греческий словарь > изворот

  • 103 излучина

    θ.
    στροφή, καμπή αγκώνας (ποταμού, δρόμου κ.τ.τ.).
    ιδιομορφία απότομη στροφή (στη σκέψη, αισθήματα, ιδέες).

    Большой русско-греческий словарь > излучина

  • 104 иномыслие

    ουδ.
    παλ. σκέψη αντίθετη, διαφορετική, άλλη.

    Большой русско-греческий словарь > иномыслие

  • 105 коварство

    ουδ.
    1. υπουλότητα, δολιδτητα.
    2. δόλια σκέψη ή συμπεριφορά.

    Большой русско-греческий словарь > коварство

  • 106 колоть

    коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•

    колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•

    - ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.

    || μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•

    колоть барана σφάζω το πρόβατο.

    2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•
    правда глаза -етπαρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.
    κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•

    ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).

    колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -о
    ρ.δ.μ.
    σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•

    колоть дрова σχίζω ξύλα•

    колоть орехи σπάζω καρύδια•

    колоть лёд σπάζω τον πάγο.

    σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος.

    Большой русско-греческий словарь > колоть

  • 107 крен

    α.
    1. πλευρική κλίση σκάφους.
    2. μτφ. στροφή, αλλαγή (για σκοπό, σκέψη κ.τ.τ..),

    Большой русско-греческий словарь > крен

  • 108 крылатый

    επ., βρ: -лат, -а, -о
    πτερυγιοφόρος, πτεροφόρος, φτερωτός•

    крылатый конь (μυθολ.) φτερωτό άλογο•

    -ая мысль φτερωτή σκέψη•

    -ая гайка φτερυγωτό παξιμάδι, πεταλούδα•

    - ые слова ή выражения πετυχημένες λέξεις, εκφράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > крылатый

  • 109 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 110 лететь

    лечу, летишь
    ρ.δ.
    1. πετώ, ίπταμαι•

    журавли -ят οι γερανοί πετούν•

    самолёт -ит το αεροπλάνο πετά.

    2. μτφ. διαδίδομαι, διαχέομαι., αντηχώ•

    звуки -ли в даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά•

    искры -ли ливнем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες.

    3. πέφτω•

    лететь со стула πέφτω από το κάθισμα•

    -ли снежные хлопья έπεφταν χιονονιφάδες.

    4. τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.
    5. μτφ. περνώ, φεύγω γρήγορα•

    время -ит ο καιρός περνά γρήγορα.

    6. μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (για σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.).
    7. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι (για αξία, τιμή)•

    акции -ят οι μετοχές πέφτουν.

    Большой русско-греческий словарь > лететь

  • 111 механика

    θ.
    1. μηχανική•

    статическая механика στατική μηχανική•

    прикладная механика εφαρμοσμένη μηχανική•

    теоретическая механика θεωρετική μηχανική.

    2. μτφ. κρυπτό και σύνθετο (πράγμα., σκέψη) μηχανή.
    εκφρ.
    небесная механика – η ουράν ια μηχανή•
    подвести ή устроить -у – στήνω μηχανή.

    Большой русско-греческий словарь > механика

  • 112 механический

    επ.
    1. μηχανικός•

    -ое движение μηχανική κίνηση.

    βλ. механистический.
    μτφ. επιφανειακός, επιπόλαιος.
    2. με τη βοήθεια μηχανής•

    механический погрузчик μηχανικός φορτωτής•

    -ая пила μηχανικό πριόνι.

    3. της κατασκευής μηχανών.
    ουσ. θ. -ая εργαστήριο μηχανών.
    4. μτφ. ο χωρίς σκέψη και θέληση γινόμενος ασυνείδητος.

    Большой русско-греческий словарь > механический

  • 113 моргнуть

    ρ.σ.
    βλ. моргать.
    εκφρ.
    глазом не моргнуть – δε σηκώνω; κεφάλι, εργάζομαι εντατικά•
    не -ув глазом – αδυσκόλευτα• χωρίς πολλή σκέψη•
    не успеть (и) глазом моргнуть – στηι στιγμή, αμέσως, ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού.

    Большой русско-греческий словарь > моргнуть

  • 114 мышление

    ουδ.
    σκέψη• διανόηση•

    мозг мышление орган -я το μυαλό είναι όργανο σκέψης.

    Большой русско-греческий словарь > мышление

  • 115 навязчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о.
    1. ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•

    навязчивый че-ловк ενοχλητικός άνθρωπος•

    навязчивый посетитель βαρετός επισκέπτης.

    2. μτφ. έμμονος, επίμονος•

    -ая идея, мысль έμμονη ιδέα, σκέψη.

    Большой русско-греческий словарь > навязчивый

  • 116 надумать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надуманный, βρ: -ман, -а, -о
    παίρνω την απόφαση ύστερα από σκέψη. || επινοώ, εφευρίσκω, σοφίζομαι, μηχανεύομαι.
    1. κουράζομαι να σκέφτομαι. || ανησυχώ, μου περνούν άσχημες σκέψεις.
    2. βλ. ρ. ενεργ. φ.
    μετανοώ, αλλάζω γνώμη, σκοπό.

    Большой русско-греческий словарь > надумать

  • 117 назойливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•

    назойливый человек ενοχλητικός άνθρωπος•

    -ая мысль ενοχλητική σκέψη.

    Большой русско-греческий словарь > назойливый

  • 118 назреть

    -еет ρ.σ.
    1. ωριμάζω, γίνομαι. || φτάνω στο σημείο να πυορροήσω.
    2. μτφ. ωριμάζω στο νου, σκέψη κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > назреть

  • 119 напасть

    -паду, -падёшь, παρλθ. χρ. напал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напавший
    ρ.σ.
    1. επιτίθεμαι, εφορμώ•

    напасть на неприятельскую крепость επιτίθεμαι κατά του εχθρικού οχυρού.

    || πέφτω•

    на посевы -ла саранча στα σπαρτά έπεσε ακρίδα•

    волк -ил на стадо ο λύκος έπεσε στο κοπάδι.

    2. ρίχνομαι, επιδίδομαι (με ζήλο).
    3. επίθεση (με λόγια, βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).
    4. πέφτω, με πιάνει, κατέχομαι•

    на меня -ла лень μ' έπιασε η τεμπελιά•

    на него -ал сон τόν έπιασε ο ύπνος.

    5. επιπίπτω, πέφτω επάνω, τυχαία ανακαλύπτω•

    напасть на золотоносную жилу πέφτω πάνω σε χρυσοφόρα φλέβα•

    напасть на заячий след πέφτω σε τορό λαγού.

    || μτφ. (για σκέψη, ιδέα κ.τ.τ.) συλλαμβάνω τυχαία, βρίσκω. || συναντώ ανεπάντεχα, πέφτω επάνω.
    εκφρ.
    не на того (ту) -ал; не на робкого (робкую) -ал; не на дурака (дуру) -ал – δε σου περνά, δε βρήκες κορόιδο,,φοβιτσάρη, ουτό.
    ρ.σ. βλ. нападать.
    θ.
    δυστυχία, κακό, συμβάν.

    Большой русско-греческий словарь > напасть

  • 120 неверный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. άπιστος•

    неверный друг άπιστος φίλος•

    неверный муж άπιστος σύζυγος.

    || ασταθής, άστατος, ευμετάβλητος•

    -рен своему слову δεν κριατά το λόγο του.

    2. παλ. δύσπιστος•

    неверный взгляд βλέμμα δυσπιστίας.

    3. εσφαλμένος, ανακριβής, λαθεμένος•

    неверный вывод εσφαλμένο συμπέρασμα•

    -ая мысль λαθεμένη, σκέψη.

    || ψεύτικος, μη σωστός•

    неверный счёт ψεύτικος λογαριασμός.

    || απρεπής, ανάρμοστος, μη ενδεδειγμένος•

    брать неверный тон в разговоре παίρνω ανάρμοστο τόνο στη συνομιλία.

    4. διαφορετικός, άλλος αντί άλλου. || ανακριβής, πλημμελής, άστοχος, σφαλερός, σφαλτός. || φάλτσος•

    -ая нота το φάλτσο (φωνής, ήχου)..

    5. ασταθής•

    -ые шаги ασταθή βήματα.

    6. παλ. αβάσιμος, παρακινδυνεμένος•

    -ое дело μη σίγουρη υπόθεση (παρακινδυνεμένη).

    || ευμετάβλητος, μη σταθερός.
    7. (για φως, ακτίνες κ.τ.τ.) αδύνατος, θαμπός, τρεμάμενος.
    8. ως ουσ. άπιστος•

    идти войною на -ых πηγαίνω να πολεμήσω τους άπιστους.

    εκφρ.
    фома неверный – άπιστος Θωμάς.

    Большой русско-греческий словарь > неверный

См. также в других словарях:

  • σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • σκέψη — η 1. το να σκέπτεται κάποιος, στοχασμός: Χρειάζεται πολλή σκέψη αυτό το ζήτημα. 2. αυτό που σκέφτεται κάποιος: Δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του. 3. μέριμνα, φροντίδα: Τον κούρασε η σκέψη για την αποκατάσταση του γιου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκέψῃ — σκέπτομαι look aor subj mp 2nd sg σκέπτομαι look fut ind mp 2nd sg σκέψηι , σκέψις viewing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Σκέψη — Μηνιαίο αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1962 από τον ποιητή Χρήστο Κουλούρη. Στις σελίδες του, εκτός από κείμενα γνωστών λογοτεχνών, δημοσιεύονται ειδήσεις και σχόλια για την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση της πρωτεύουσας και της… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»