-
41 уставка
η ρύθμιση, το σημείο ρύθμισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уставка
-
42 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
43 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
44 юстировка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юстировка
-
45 нормализация
нормализацияж ἡ διευθέτηση [-ις], ἡ ρύθμιση [-ις]. -
46 нормирование
нормир||ованиес ἡ ρύθμιση. -
47 регулирование
регулированиес ὁ διακανονισμός, ἡ τακτοποίηση [-ις], ἡ ρύθμιση [-ις], ἡ διακα-νόνιση [-ις]. -
48 урегулирование
урегули́рова||ниес ὁ (δια)κσνονισμός, ἡ τακτοποίηση [-ις], ἡ διευθέτηση [-ις], ἡ ρύθμιση [-ις]. -
49 настройка
[ναστρόϊκα] ουσ. θ. ρύθμιση -
50 нормирование
[ναρμιραβάνιιε] ουσ. ο. ρύθμιση νυϊ/][/*] εκ. κανονισμένος -
51 настройка
[ναστρόϊκα] ουσ θ ρύθμιση -
52 нормирование
[ναρμιραβάνιιε] ουσ ο ρύθμισηνυϊ][/*] επ κανονισμένος -
53 вывеска
-
54 наводка
-и θ.1. στρίψιμο, στροφή, γύρισμα προς.2. κατασκευή, φτιάξιμο•наводка моста κατασκευή γέφυρας• γεφύρωση.
3. πέρασμα, κάλυψη•наводка глянца πέρασμα στιλπνής ουσίας, γυάλισμα, στίλβωση.
4. σκόπευση. || κανόνισμα, ρύθμιση. -
55 наладка
-и θ.1. διόρθωση, επανόρθωση, επισκευή.2. ρύθμιση, ρεγουλάρισμα, κανόνισμα, τακτοποίηση, στρώσιμο. -
56 налаженность
-и θ.κανονικότητα, τακτοποίηση, ρύθμιση, ρεγουλάρισμα. -
57 направка
-и θ.1. ρύθμιση, κανόνισμα, ρεγουλάρισμα τακτοποίηση•направка станка ρεγουλάρισμα της εργατομηχανής.
2. ακόν ισμα•направка бритв ακόν ισμα ξυραφιών.
-
58 настройка
-и θ.εποικοδόμηση. || οικοδόμηση παραρτήματος. || εποικοδόμημα.-и θ.κούρδισμα (μουσ. οργάνων). || ρύθμιση μηχανών, -νισμών. -
59 нормализация
-и θ.διευθέτηση, ρύθμιση, τακτοποίηση• διακανονισμός• ομαλοποίηση. -
60 перестройка
-и θ.1. βλ. перестроение.2. ανασύνταξη, ανασχηματισμός, αναδιοργάνωση• ανασυγκρότηση. || βάλσιμο ρύθμιση.
См. также в других словарях:
ρύθμιση — η / ῥύθμισις, ίσεως, ΝΜΑ [ῥυθμίζω] η διάταξη σύμφωνα με έναν ορισμένο ρυθμό νεοελλ. 1. (σχετικά με πράγμα ή καταστάσεις) διευθέτηση, διακανονισμός, τακτοποίηση (α. «η ρύθμιση τών θεμάτων αυτών αναβλήθηκε» β. «επιτεύχθηκε η ρύθμιση τής τροχαίας… … Dictionary of Greek
ρύθμιση — η τακτοποίηση, διευθέτηση: Η ρύθμιση των προβλημάτων της ιδιωτικής εκπαίδευσης θα βραδύνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥυθμίσῃ — ῥυθμίσηι , ῥύθμισις shaping fem dat sg (epic) ῥυθμίζω bring into a measure of time aor subj mid 2nd sg ῥυθμίζω bring into a measure of time aor subj act 3rd sg ῥυθμίζω bring into a measure of time fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek