-
81 дательный
επ. (γραμμ.) дательный падеж δοτική πτώση. -
82 деморализация
-и θ.1. διαφθορά, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση.2. πτώση ηθικού. -
83 дух
-а (-у) α.1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•
в том же -е στο ίδιο πνεύμα•
в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.
(φιλοσ.) το Πνεύμα•абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.
|| (θρησκ.) ψυχή.2. ηθικό•боевой дух μαχητικό πνεύμα•
моральный дух το ηθικό•
дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•
сила -а ηθική δύναμη•
подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•
упадок -а πτώση ηθικού.
|| θάρρος•поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•
не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.
3. νόημα, ουσία•это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•
дух времени το πνεύμα των καιρών.
4. άυλη υπόσταση•добрый дух το αγαθό πνεύμα•
злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).
5. αναπνοή•дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•
затаить -κρατώ την ανάσα•
дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.
6. παλ. αέρας.7. μυρουδιά.8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•
он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.
|| με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.
εκφρ.святой – Αγιο Πνεύμα•святым -ом (узнать – κ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•быть в -е – είμαι σε ευθυμία•быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчаться – κ.τ.τ.) ολοταχώς•быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας. -
84 звательный
επ.στις εκφρ. звательный падж ή -ая форма η κλητική πτώση. -
85 звездопад
-а α.πτώση (βροχή) διαττόντων αστέρων. -
86 именительный
επ. именительный падеж ονομαστική πτώση. -
87 иметь
-ю, -ешьρ.δ. μ.1. έχω, κατέχω•иметь деньги έχω χρήματα•
иметь право έχω δικαίωμα•
иметь талант έχω ταλέντο•
это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•
иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•
иметь возможность έχω τη δυνατότητα•
иметь стыд ντρέπομαι.
|| (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•
эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.
|| διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•
вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.
3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•иметь применение εφαρμόζομαι•
иметь притязание διεκδικώ•
хождение κυκλοφορώ.
4. έχω αγαπητικό.εκφρ.иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.υπάρχω•препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•
-ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•
по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.
εκφρ.иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη. -
88 косвенный
επ.1. παλ. λοξός•косвенный взгляд η λοξή ματιά.
2. έμμεσος, πλάγιος•косвенный намёк υπαινιγμός•
косвенный налог έμμεσος φόρος•
косвенный вопрос πλάγια ερώτηση•
-ым путём έμμεσα, πλάγια.
|| εξώδικος•-ые улики εξώδικες μαρτυρίες.
εκφρ.- ое дополнение – (γραμμ.) έμμεσο αντικείμενο•косвенный падеж – (γραμμ.) πλάγια πτώση•- ая речь – πλάγιος λόγος•- ые средства – κρυφοί (άδηλοι) πόροι•- ые пути – πλάγιοι τρόποι. -
89 лизис
-а α. (ιατρ.) λύση, βαθμιαία πτώση του πυρετού. -
90 местный
επ.1. τοπικός•местный обычай τοπική συνήθεια (έθιμο)•
местный говор διάλεκτος, τοπολαλιά;
2. μερικός, μη γενικός•-ое явление τοπικό φαινόμενο•
местный наркоз τοπική νάρκωση•
-ые органы власти τοπικά όργανα εξουσίας•
-ая газета τοπική εφημερίδα•
-ое самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•
-го значения τοπικής σημασίας.
|| εγχώριος, ντόπιος•-ые товары εγχώρια εμπορεύματα•
-ое население ντόπιος πληθυσμός.
εκφρ.- ое время – τοπική ώρα•местный колорит – τοπική χροιά (έργων τέχνης)•местный падеж – (γραμμ.) τοπική (προθετική) πτώση. -
91 министерство
-а ουδ.1. υπουργείο•министерство финансов υπουργείο οικονομικών•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών υποθέσεων•
иностранных дел υπουργείο των εξωτερικών υποθέσεων•
министерство юстиции υπουργείο δικαιοσύνης.
2. η κυβέρνηση, οι υπουργοί•смена -а αλλαγή κυβέρνησης•
падение -а πτώση της κυβέρνησης.
3. η υπουργία, το υπουργιλίκι. -
92 насыпка
-и θ.(για λεπτά τεμάχια) ρίξιμο πτώση πλήρωση, γέμισμα επισώρευση, ύψωση, σήκωμα. -
93 недолёт
-а α.η πτώση της βολίδας εδώθε του στόχου. -
94 номинатив
-а α.ονομαστική πτώση. -
95 обвал
-а α.καθίζηση ξέκομμα και πτώση. || κατολίσθηση εδάφους. -
96 обмеление
-я ουδ.πτώση της στάθμης του νερού ως κοντά στο βυθό, ρήχωμα. -
97 обращение
-я ουδ.1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.2. μεταβολή, μετατροπή•обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.
|| μεταποίηση• αλλαγή.3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.
4. αφοσίωση, επίδοση•обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.
5. αλλαξοπιστία•обращение в христианство εκχριστιανισμός.
6. τροπή•обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.
7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•хорошее καλή συμπεριφορά•
жестокое обращение κακομεταχείριση.
9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.
10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση). -
98 опадание
-я ουδ.πτώση. -
99 опадение
-я ουδ.πτώση. -
100 оседание
-я ουδ.καθίζηση βούλιαγμα. || πτώση, κατολίσθηση. || κατακάθιση, καταστάλαγμα•
См. также в других словарях:
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
πτώση — η 1. το πέσιμο, η ανατροπή, το σώριασμα, το αναποδογύρισμα, το κατρακύλισμα: Πτώση αεροπλάνου. – Πτώση φύλλων κτλ. 2. απόσπαση, βγάλσιμο: Πτώση των τριχών. 3. μτφ., για πόλεις και φρούρια, η κατάληψη, η παράδοση, η εκπόρθηση: Πτώση της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… … Dictionary of Greek
αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… … Dictionary of Greek
αφαιρετική — Πτώση του ονοματικού κλιτικού συστήματος της ιαπετικής μητέρας γλώσσας με την οποία εκφραζόταν το πράγμα από το οποίο αφαιρούταν κάτι ή το σημείο από το οποίο άρχιζε μια σύγκριση ή γενικά μια ενέργεια. Η α. πέρασε αρχικά σε όλες τις… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή … Dictionary of Greek