-
21 подболтка
-и θ.1. πρόσθεση με ταυτόχρονο ανακάτωμα.2. υλικό για ανακάτωμα. -
22 подсаливание
-я ουδ.πρόσθεση λίπους άλειμμα με λίπος.-я ουδ.αλάτισμα συμπληρωματικά ή λίγο. -
23 прибавить
-влго -вишь ρ.σ.μ.1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•
прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.
2. αυξαινω, ανεβάζω•-зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•
прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.
3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.
4. αμ. προσθέτω, λέγω•не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.
5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.
προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.•день -лся η μέρα μεγάλωσε•
он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•
вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•
к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.
-
24 флюсование
-я ουδ.τήξη με πρόσθεση τηκτικής ουσίας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρόσθεση — η / πρόσθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α [προστίθημι] 1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῡ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ. β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν»,… … Dictionary of Greek
πρόσθεση — η 1. η πράξη του προσθέτω. 2. η πρώτη θεμελιώδης πράξη της αριθμητικής: Η πρόσθεση δεν είναι σωστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… … Dictionary of Greek
απρόσθετος — η, ο (Α ἀπρόσθετος, ον) [προστίθημι] αυτός που δεν έχει προστεθεί, δεν έχει συμπεριληφθεί στην πρόσθεση αρχ. εκείνος που δεν έχει αυξηθεί με πρόσθεση … Dictionary of Greek
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
προσθαφαίρεση — η / προσθαφαίρεσις, έσεως, ΝΑ [προσθαφαιρῶ] νεοελλ. πρόσθεση ποσών σε λογαριασμό και αφαίρεση άλλων αρχ. αστρον. πρόσθεση ή αφαίρεση ανάλογα με την περίσταση … Dictionary of Greek
προσθετικός — ή, ό / προσθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προστίθημι] ο κατάλληλος για πρόσθεση, αυτός που συντελεί στην πρόσθεση («προσθετική μηχανή») νεοελλ. φρ. α) «προσθετική ομάδα» (βιοχ.) το μη πρωτεϊνικό τμήμα τού μορίου τών ετεροπρωτεϊνών, που αποχωρίζεται με… … Dictionary of Greek