-
1 προβολή
[проволи] ουσ. 0. выдвижение вперед,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προβολή
-
2 демонстра.ция
демонстр||а.цияж1. ἡ διαδήλωση [-ις]:первомайская \демонстра.цияа́ция ἡ πρωτομαγιάτικη διαδήλωση· массовая \демонстра.цияация ἡ μαζική διαδήλωση·2. (показ) ἡ ἐπίδειξη [-ις], ἡ προβολή:\демонстра.цияация фильма ἡ προβολή τοῦ φιλμ, ἡ προβολή τής ταινίας·3. (протест) ἡ διαμαρτυρία. -
3 сеанс
-а α.καθορισμένα χρονικά όρια επίδειξης ή ώρες επίδειξης•сеанс показа моделей ώρες επίδειξης μοντέλων•
сеанс одновременной игры в шахматы επίδειξη αγώνα σκακιού με πολλούς αντίπαλους.
|| προβολή κινηματογραφική•дневной сеанс ημερήσια προβολή•
ночной -εσπερινή (νυκτερινή) προβολή.
|| περιποίηση αρρώστου. || ποζάρισμα μπροστά στο ζωγράφο. -
4 выпад
-
5 демонстрация
демонстрация ж 1) (манифестация) η διαδήλωση, η εκδήλωση 2) (показ) η επίδειξη; η προβολή (фильма)* * *ж1) ( манифестация) η διαδήλωση, η εκδήλωση -
6 показ
-
7 сеанс
-
8 выпад
-а α.1. πτώση, πέσιμο,2. (αθλτ.) προβολή, προεκβολή και στήριξη•выпад левой ноги προβολή και. στήριξη στο αριστερό πόδι.
3. επίθεση (εχθρικού χαρακτήρα). -
9 демонстрация
-и θ.1. διαδήλωση•демонстрация протеста διαδήλωση διαμαρτυρίας•
первомайская -η πρωτομαγιάτικη διαδήλωση.
2. επίδειξη, προσέλκυση της προσοχής σε κάτι.3. δείξη, δείξιμο• προβολή•демонстрация физических опытов επίδειξη πειραμάτων φυσικής•
демонстрация кинофильмов προβολή κινηματογραφικών ταινιών.
4. εμφάνιση, μαρτυρία•демонстрация единства и сплоченности διαδήλωση ενότητας και συσπείρωσης.
5. επίδειξη στρατιωτική. -
10 оказание
-я ουδ.παροχή• προβολή•оказание помощи παροχή βοήθειας•
оказание сопротивления προβολή αντ ίστασης.
-
11 показ
-а α.δείξιμο• εμφάνιση, φανέρωση. || παρουσίαση. || παράσταση, απεικόνιση. || προβολή•показ кинофильма προβολή κινηματογραφικής ταινίας.
-
12 предъявление
-я ουδ.1. παρουσίαση, εμφάνιση, επίδειξη• προσαγωγή•предъявление паспорта επίδειξη της ταυτότητας.
2. προβολή•предъявление требований προβολή απαιτήσεων ή διεκδικήσεων•
иска αγωγή (δικαστική).
-
13 демонстрация
1. (шествие) η διαδήλωση 2. (публичный показ) η επίδειξη, η προβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > демонстрация
-
14 изометрия
η ισομετρική προβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изометрия
-
15 кинопроекция
η κινηματογραφική προβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кинопроекция
-
16 маркетинг
эк. η εμπορική προβολή/προώθηση, το μάρκετινγκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маркетинг
-
17 микропрограмма
вчт. το μικροπρό-γραμμα- ирование вчт. о μικροπρογραμ-ματισμός. Μ икр ο π роек{}тор{}Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микропрограмма
-
18 показ
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показ
-
19 проектирование
I.(разрабатывание проекта) η σχεδιογράφηση, το σχεδιογρά-φημα, η σχεδίαση, η μελέτηII. мат. (изображение фигуры, предмета и т.п. на плоскости) η προβολή, η σχεδίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проектирование
-
20 проектировать
I.1. (составлять проект) σχεδιογραφώ, σχεδιάζω, μελετώ, κάνω σχέδιο2. (предполагать, намечать что-л. сделать) σκοπεύω. II. 1. мат. (изображать на плоскости) προβάλλω, σχεδιάζω προβολή 2. см. проецировать.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проектировать
См. также в других словарях:
προβολή — putting forward fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
προβολή — η 1. προέκταση, προεξοχή: Προβολή της κάτω γνάθου. 2. εμφάνιση φωτεινών εικόνων σε πανί: Η προβολή του έργου αρχίζει σε λίγο. 3. προσπάθεια ανάδειξης ατόμου, προϊόντος κτλ., με τη συνεχή δημόσια γνωστοποίηση των θετικών χαρακτηριστικών του:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβολῇ — προβολῆι , προβολεύς producer masc dat sg (epic ionic) προβολή putting forward fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεογραφική προβολή — (Γεωδ. Χαρτογρ.). Αζιμουθιακή προοπτική, που έχει το προβολικό κέντρο πάνω στη σφαίρα και στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο από το σημείο επαφής του προβαλλόμενου επίπεδου. Ιδιότητες της σ. π. είναι οι εξής: Η προβολή περιφέρειας που διέρχεται από … Dictionary of Greek
κεφαλική προβολή — Η θέση του εμβρύου κατά τη διάρκεια του τοκετού, όπου κατά τη δίοδό του από τον πυελογεννητικό σωλήνα προβάλλει από τον κόλπο πρώτη η κεφαλή. Είναι η συνηθέστερη θέση και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για έναν ομαλό και φυσιολογικό τοκετό … Dictionary of Greek
ПУБЛИЧНОЕ ХОДАТАЙСТВО — • Προβολή, форма жалобы, при которой жалобщик, прежде чем лично обратиться к подлежащему суду, старается достигнуть предрешения самодержавного народа. Тогда как при эйсангелии (см. Ει̉σαγγελία, Эйсангелия) народ мог сам, по своему… … Реальный словарь классических древностей
προβολαῖς — προβολή putting forward fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολαῖσι — προβολή putting forward fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολαί — προβολή putting forward fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολᾷ — προβολή putting forward fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)