-
1 нос
-
2 зарываться
1. (во что-л. сыпучее, рыхлое, мягкое) παραχωρούμαι, κρύβομαι 2. (о судне) μπαίνω με την πλώρη (στο κύμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зарываться
-
3 нос
1. (передняя часть предмета) η μύτη 2. анат. η ρίς, разг. η μύτηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нос
-
4 часть
1. (доля целого) το μέρ/ος, το τμήμαразбирать на - и (ξε)χωρίζω σε κομμάτια/τεμάχιαвступительная - литер. η εισαγωγή, ο πρόλογοςпроточная - гидротурбины το τμήμα ροής του υδραυλικού στροβίλου/της τουρμπίνας2. (составной элемент какого-л. механизма, организма и т.п.) το μέρος· ходовая - автомобиля κινητήριο - του αυτοκινήτου 3. (отдел учреждения, отдельная отрасль управления) το τμήμα, ο τομέας 4. (область деятельности, специальность) о τομέας 5. -й речи грам. τα μέρη του λόγουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > часть
-
5 нос
носм1. ἡ μύτη, ἡ ρις / τό ράμφος (у птиц):большой \нос ἡ μεγάλη μύτη, ὁ μύτος, ἡ μυτάρα· курносый \нос ἡ σιμή μύτη· орлиный \нос ἡ γρυπή μύτη· человек с орлиным \носом γερακομύτης· вздернутый \нос ἡ ἀνασηκωμένη μύτη· \нос с горбинкой ἡ κυρτή μύτη·2. мор. ἡ πλώρη, ἡ πρώρα·3. геогр. τό ἀκρωτήριο[ν]· ◊ говорить в \нос μιλώ μέ τή μύτη· взять что-л.,из-под \носа παίρνω κάτι μπροστά ἀπ' τά μάτια κάποιου· совать повсюду свой \нос χώνω παντοῦ τή μύτη μου· водить кого-л. за \нос разг σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, τραβῶ ἀπό τή μύτη· не видеть дальше своего́ \носа разг δέν βλέπω πιό μακρυά ἀπό τή μύτη μου· остаться с \носом разг μένω στά κρύα τοδ λουτρού· показать кому́-л. \нос κοροϊδεύω, κάνω κοροϊδευτική χειρονομία· повесить \нос κα-τσουφιάζω, κρεμάω τά μούτρα μου· задирать \нос σηκώνω τήν μύτη ψηλά, ξιπάζομαι, τό παίρνω ἐπάνω μου· столкнуться \носом к \носу συναντώ κάποιον, τρακάρω μέ κάποιον зарубите себе на \носу́ разг βάλτε τό καλά στό μυαλό σας· уткнуться \носом в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα τοῦ βιβλίου· клевать \носом κουτουλάω ἀπό τή νύστα· ткнуть \носом кого-л. во что́-л. δείχνω, βάζω μπροστά στά μάτια κάποιου, φέρνω μπροστά στή μύτη κάποιου· закрыть дверь перед чьйм-л, \носом разг κλείνω τήν πόρτα κατάμουτρα (κάποιου)· быть на \носу (о каком-л. событии) πλησιάζω, κοντεύω, ἐρχομαι· держать \нос по ветру καιροσκοπῶ, ἀλλάζω πεποιθήσεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, πάω ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος. -
6 носовой
носов||ойприл1. ρινικός, τής μύτης:\носовой платок τό μαντήλι, τό ρινόμακτρο[ν], τό μυξομάντηλο· \носовойа́я полость ἡ ρινική κοιλότης·2. лингв. ἔρρινος, ἔνρινος, ρινόφωνος:\носовойы́е согласные τά ἔρρινα σύμφωνα·3. мор.:\носовойая часть корабля ἡ πλώρη, ἡ πρῶρα. -
7 bow
I 1. verb1) (to bend (the head and often also the upper part of the body) forwards in greeting a person etc: He bowed to the ladies; They bowed their heads in prayer.) κλίνω (το κεφάλι)2) ((with to) to accept: I bow to your superior knowledge.) υποκλίνομαι2. noun(a bowing movement: He made a bow to the ladies.) υπόκλιση- bowedII 1. [bəu] noun1) (a springy curved rod bent by a string, by which arrows are shot.) τόξο2) (a rod with horsehair stretched along it, by which the strings of a violin etc are sounded.) δοξάρι3) (a looped knot of material: Her dress is decorated with bows.) φιόγκος2. noun((often in plural) the front of a ship or boat: The waves broke over the bows.) πλώρη -
8 prow
(the front part of a ship; the bow.) πλώρη -
9 нос
-а α. προθετ. о -е, на -у, πλθ. -ы α.1. μύτη, ρις•длинный нос μακριά μύτη•
нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•
курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•
вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•
орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•
сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•
нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).
2. ράμφος•дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.
3. βλ. носик (2 σημ.).4. βλ. носок5. πλώρη, πρώρα.6. ακρωτήριο, κάβος..εκφρ.из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•- ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•оставить с -ом – μτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε). -
10 носовой
επ.ρινικός, της μύτης•-ые полости ρινικές κοιλότητες•
-ая перегородка ρινικό διάφραγμα.
|| ένρινος, ρινόφωνος•-ые согласные ρινικά σύμφωνα.
|| πρωραίος, πλωριός, της πλώρης•-ая палуба πρωραίο κατάστρωμα•
-ая часть корабля η πλώρη.
εκφρ.носовой платок – μαντήλι της μύτης. -
11 поплавок
-вка α.1. ο φελός της πετονιάς. || αντικείμενο επιπλέον.2. κατασκεύασμα πάνω από την επιφάνεια του νερού.3. συσκευή πλωτή•мост на -ах πλωρή γέφυρα.
4. πλωτήρας υδροπλάνου. -
12 dziób
1) μύτη2) πλώρη3) ράμφος
См. также в других словарях:
πλώρη — πλώρη, η και πλώρα, η το μπροστινό μέρος του πλοίου: Βάζω πλώρη (ξεκινώ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλώρη — η, Ν βλ. πρώρα … Dictionary of Greek
πλώρη ή πρώρα — Το μπροστινό άκρο ενός σκάφους και κατ’ επέκταση όλο το πρωραίο τμήμα προς διάκριση από την κεντρική και την πρυμναία ζώνη. Βασικό δομικό στοιχείο της είναι το κοράκι (στείρα), σχήματος γενικά καμπύλου (με την κοιλότητα προς τα έξω), αλλά συχνά… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
αντίπρωρος — κ. πλωρος, η, ο (Α ἀντίπρῳρος, ον) [πρῴρα] νεοελλ. (για άνεμο) αυτός που φυσάει αντίθετα προς την πλώρη του καραβιού αρχ. (για πλοία) 1. αυτά που βρίσκονται αντιμέτωπα μεταξύ τους, πλώρη με πλώρη 2. έτοιμα για ναυμαχία, σε κατάσταση ετοιμότητας 3 … Dictionary of Greek
εναντιοδρομώ — ( έω) (Α ἐναντιοδρομῶ) τρέχω, κινούμαι προς κάποιον κατ αντίθετη προς αυτόν διεύθυνση και τόν συναντώ νεοελλ. ναυτ. πλέω κατ αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε άλλο πλοίο, με την πλώρη να κατευθύνεται προς την πλώρη του, πλέω αντίπρωρα (ανάπλωρα),… … Dictionary of Greek
υπόπρωρος — η, ο / ὑπόπρῳρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την πλώρη πλοίου 2. φρ. «υπόπρωρη άγκυρα» ναυτ. βοηθητική άγκυρα που είχαν μερικά παλαιά ιστιοφόρα κάτω από τη στείρα τής πλώρης αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ντράκαρ — (drakkar). Ονομασία μεγάλων κωπηλάτων ή ιστιοφόρων σκαφών, που χρησιμοποιούσαν οι Βίκινγκς μεταξύ του 8ου και του 10ου αι. μ.Χ. Η λέξη ν. είναι σουηδικής προέλευσης. Μερικά σκάφη του τύπου αυτού, που βρέθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση στη… … Dictionary of Greek
ανάπρωρα — επίρρ. 1. ανάπλωρα, με την πλώρη προς τον άνεμο 2. προς το μέρος τής πλώρης, κατά την πλώρη … Dictionary of Greek