-
1 müddet
περίοδος, καιρός, διάρκεια -
2 période
περίοδος -
3 poločas
περίοδος -
4 sezóna
περίοδος -
5 sezon
περίοδος -
6 период
1. (периодических явлений) η περίοδος- απραξίας- повышенногоспроса - μεγάλης/υψηλής ζήτησηςэксплуатационный - της εκμετάλλευσης/δουλειάς2. (перенос значения на цикл явлений, повторяющихся периодически) о κύκλος επανάληψης 3 (мат, грам.) η περίοδος 4. (ист.) η εποχήордовикский - см. система ордовикская палеогеновый - см. система палеогеновая силурийский - (силур) η σιλούρια διάπλασηтриасовый - см. триас5. (биол) о χρόνος, η περίοδοςинкубационный - επώασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > период
-
7 период
-а α.1. περίοδος•послевоенный период μεταπολεμική περίοδος.
2. (γεωλ.) εποχή•каменоугольный период палеозбической эры λιθανθρακοφόρα γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα.
3. (γραμμ.) περίοδος. -
8 сезон
η εποχή, η περίοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сезон
-
9 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
10 срок
1. (период) η διάρκει/αη περίοδοςη προθεσμίατο όριοистечение - а λήξη/εκπνοή της - ας/προθεσμίαςпролонгация - а см. продление - адополнительный - η συμπληρωματική προθεσμία, η παράταση2. (дата) η ημερομηνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > срок
-
11 переходный
переходный μεταβατικός· \переходный период η μεταβατική περίοδος· \переходныйые глаголы τα μεταβατικά ρήματα* * *перехо́дный пери́од — η μεταβατική περίοδος
перехо́дные глаго́лы — τα μεταβατικά ρήματα
-
12 период
-
13 сессия
сессия ж 1) η σύνοδος 2): экзаменационная \сессия οι εξετάσεις (η περίοδος εξετάσεων)* * *ж1) η σύνοδος2)экзаменацио́нная се́ссия — οι εξετάσεις (η περίοδος εξετάσεων)
-
14 стадия
-
15 восстановительный
восстановитель||ныйприл ἐπανορθωτικός, ἀνοικοδο-μητικός, ἀνασυγκροτικός:\восстановительныйный период ἡ περίοδος τῆς ὁϊκονομικῆς ἀνοικοδόμησης (или τής ἀνασυγκρότησης), ἡ περίοδος τῆς ἀνόρθωσης· \восстановительныйный процесс биол. ὁ ἀναβολισμός. -
16 отчетностьый
отчетность||ыйприл 1.:\отчетностьыйый год τό ἔτος χρήσεως· \отчетностьыйый период ἡ τρέχουσα περίοδος, ἡ περίοδος χρήσεως·2. (о собрании и т. ἡ.) ἀπολογιστικός. -
17 period
['piəriəd] 1. noun1) (any length of time: a period of three days; a period of waiting.) περίοδος2) (a stage in the Earth's development, an artist's development, in history etc: the Pleistocene period; the modern period.) περίοδος,εποχή3) (the punctuation mark (.), put at the end of a sentence; a full stop.) τελεία2. adjective(of furniture, costumes etc) of or from the same or appropriate time in history; antique or very old: period costumes; His house is full of period furniture (=antique furniture). εποχής- periodic- periodically
- periodical 3. adjective(see periodic.) -
18 session
['seʃən]1) (a meeting, or period for meetings, of a court, council, parliament etc: The judge will give his summing up at tomorrow's court session.) συνεδρίαση/σύνοδος βουλής2) (a period of time spent on a particular activity: a filming session.) περίοδος εργασίας/συνεδρία3) (a university or school year or one part of this: the summer session.) πανεπιστημιακή περίοδος -
19 term
[tə:m] 1. noun1) (a (usually limited) period of time: a term of imprisonment; a term of office.) (χρονική) περίοδος, διάρκεια, χρόνος2) (a division of a school or university year: the autumn term.) σχολική / εκπαιδευτική περίοδος, τρίμηνο3) (a word or expression: Myopia is a medical term for short-sightedness.) όρος•- terms2. verb(to name or call: That kind of painting is termed `abstract'.)- in terms of -
20 поздний
-яя, -ееεπ.1. προχωρημένος, περασμένος•поздний час περασμένη ώρα•
они засиделись до -ей ночи αυτοί κάθισαν ως αργά τη νύχτα•
-яя осень τέλος του Φθινοπώρου.
|| τελευταίος•поздний эллинизм η τελευταία ελληνιστική περίοδος•
поздний романтизм η τελευταία περίοδος του ρωμαντισμού.
2. καθυστερημένος, αργοπορημένος. || όψιμος•-ие цветы όψιμα άνθη.
|| απομακρυσμένος, μακρινός•-ие потомки μακρινοί απόγονοι.
εκφρ.самое -ее – το αργότερο.
См. также в других словарях:
περίοδος — one who goes the rounds fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek
περίοδος — η 1. χρονικό διάστημα: Ιστορική περίοδος. 2. φάση φαινομένου, στάδιο: Χειμερινή περίοδος του έτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Σελήνης από το περίγειο. Ονομάζεται επίσης ανωμαλιακός μήνας. Επειδή το περίγειο κινείται προς τη διεύθυνση περιφοράς της Σελήνης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει πλήρη περιστροφή σε 9 έτη),… … Dictionary of Greek
ινδοχμεριανή περίοδος — Η περίοδος κατά την οποία αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χμερ, μεταξύ 1ου και 6ου αι. μ.Χ. Ονομάζεται επίσης προχμεριανή. Βλ. λ. Καμπότζη … Dictionary of Greek
μεσολιθική περίοδος — Προϊστορική εποχή που ακολούθησε την παλαιολιθική και προηγήθηκε της νεολιθικής (10η –7η π.Χ. χιλιετία). Στο διάστημα των χιλιετιών, μεταγενέστερες της εποχής των παγετώνων, που διήρκεσε η μ.π., οι κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες… … Dictionary of Greek
αστρική ή ανυδρική περίοδος — Υποδιαίρεση του κοσμικού αιώνα, δηλαδή του πρώτου αιώνα στην ιστορία της γεωλογίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής εμφανίστηκε η Γη ως αυτοτελές και αυθύπαρκτο ουράνιο φωτεινό σώμα. Επειδή η θερμοκρασία έφτανε περίπου στους 6.000°C, δεν υπήρχαν… … Dictionary of Greek
αστρική περίοδος περιστροφής — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από ένα κύριο σώμα, σε σχέση με τα άστρα. Όταν το σώμα που περιστρέφεται είναι η Σελήνη και το κύριο σώμα η Γη, τότε η α.π.π. λέγεται αστρικός μήνας, ενώ όταν το… … Dictionary of Greek
αλκυονίδες μέρες — Περίοδος κατά την οποία στην Ελλάδα και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο διακόπτεται η χειμερινή κακοκαιρία από αίθριες και ηλιόλουστες ημέρες. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επτά ημέρες πριν ή μετά τη χειμερινή… … Dictionary of Greek
Период термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Период, термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона