Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+οργάνωση

  • 61 омолодить

    -ложу, -лодишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. омоложенный, -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ. κάνω νέον, ανανεάζω, ξενιοτεύω, ξανανιώνω. || βάζω, εισάγω νεολαίους•

    омолодить организацию βάζω νεολαίους στην οργάνωση.

    γίνομαι νέος, ξανανιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > омолодить

  • 62 организованность

    θ.
    η καλή οργάνωση.

    Большой русско-греческий словарь > организованность

  • 63 отпасть

    -аду, -адшь, μτχ. παρλθ. χρ. отпавший κ. παλ. отпадший ρ.σ.
    1. πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    плода -ли οι καρποί έπεσαν. Ι) μτφ. ξεκόβομαι, αποχωρώ•

    -от организации αποχωρώ από την οργάνωση.

    || δε στέκω, δεν ευσταθώ•

    обвинение -ло έπεσε η κατηγορία.

    2. εξασθενώ, χάνομαι, περνώ•

    желание -ло η επιθυμία (όρεξη) πέρασε.

    Большой русско-греческий словарь > отпасть

  • 64 партийный

    επ., βρ: -иен, -ийна, -ийно.
    κομματικός•

    партийный актив κομματικό ακτίφ•

    -ая дисциплина κομματική πειθαρχία•

    -ые кадры κομματικά στελέχη•

    -ое руководство κομματική καθοδήγηση•

    партийный съезд συνέδριο του κόμματος•

    -ая организация κομματική οργάνωση•

    партийный билет κομματικό βιβλιάριο•

    -ое собрание η κομματική συνέλευση•

    партийный стаж κομματική ηλικία.

    || ουσ. партийный, -ая ο κομματικός, η κομματική.

    Большой русско-греческий словарь > партийный

  • 65 парторганизация

    θ.
    κομματική οργάνωση.

    Большой русско-греческий словарь > парторганизация

  • 66 первичный

    επ.
    1. αρχικός, πρώτος, πρωταρχικός•

    -ая обработка металла η αρχική επεξεργασία -του μετάλλου•

    первичный период развития η αρχική περίοδος ανάπτυξης.

    2. βασικός, κύριος.
    3. πρωτοβάθμιος• της βάσης•

    -ая парторганизация η κομματική οργάνωση βάσης.

    εκφρ.
    - ые породы – πρωτογενή εδάφη.

    Большой русско-греческий словарь > первичный

  • 67 пионерский

    επ.
    πιονιέρικος, των πιονέρων•

    пионерский галстук πιονιέρικη γραβάτα•

    пионерский слт πιόνι έρικη συγκέντρωση•

    -ая организация πιονιερικη οργάνωση.

    Большой русско-греческий словарь > пионерский

  • 68 подбор

    α.
    1. εκλογή, επιλογή, διάλεγμα• διαλογή•

    подбор сотрудников επιλογή συνεργατών•

    подбор кадров επιλογή στελεχών.

    2. συλλογή•

    интерсньй подбор книг ενδιαφέρουσα συλλογή βιβλίων•

    естественный подбор φυσική επιλογή.

    || σώμα (σύνολο προσώπων ανηκόντων σε τάξη, οργάνωση, επάγγελμα). || συνδυασμός•

    прелс-тный подбор цветов θαυμάσιος συνδυασμός χρωμάτων.

    3. παλ. ντακούνι από τεμάχια δέρματος.
    εκφρ.
    в подбор – σε μια σειρά (χωρίς παράγραφο)• (как) на подбор όλοι το ίδιο, πανόμοιοι, ίδιων χαρακτηριστικών (σα να τους διάλεξες).

    Большой русско-греческий словарь > подбор

  • 69 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 70 профорганизация

    θ.
    συνδικαλιστική οργάνωση.

    Большой русско-греческий словарь > профорганизация

  • 71 рада

    θ.
    1. παλ.. λαϊκή συνέλευση στην Ουκρανία.
    2. συμβούλιο (υπουργών κ.τ.τ.).
    3. αντεπαναστατική οργάνωση (17-18 αι.).

    Большой русско-греческий словарь > рада

  • 72 рациональный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. ορθολογιστικός.
    2. ορθολογικός•

    -ое использование рабочей силы ορθολογική χρησιμοποίηση της εργατικής δύναμης•

    -ая организация торговли ορθολογική οργάνωση του εμπορίου.

    3. (μαθ.) -ое число αλγεβρικός αριθμός.

    Большой русско-греческий словарь > рациональный

  • 73 руководить

    -вожу, -водишь, μτχ. ενστ. руководящий
    ρ.δ. (με οργν.) καθοδηγώ• οδηγώ, διευθύνω• διοικώ•

    руководить организацией καθοδηγώ την οργάνωση•

    руководить работами διευθύνω τις εργασίες•

    им -дит честолюбие τον οδηγεί η φιλοδοξία•

    руководить учреждением διευθύνω το ίδρυμα.

    καθοδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > руководить

  • 74 система

    θ.
    1. σύστημα• τάξη• σειρά•

    система расстановки книг в библиотеке το σύστημα τοποθέτησης των βιβλίων στη βιβλιοθήκη•

    нарушить -у παραβιάζω το σύστημα•

    система лечения το σύστημα θεραπείας•

    педагогическая система παιδαγωγικό σύστημα•

    философская система декарта φιλοσοφικό σύστημα του Καρτέσιου.

    2. συγκρότηση, ενιαίο όλο• αλληλοσύνδεση•

    солнечная το ηλιακό σύστημα•

    нервная система το νευρικό σύστημα.

    || συγκρότημα τεχνικό•

    система отопления σύστημα θέρμανσης•

    оросительная система αρδευτικό σύστημα.

    3. κοινωνική οργάνωση•

    феодальная, капиталистическая, социалистическая система φεουδαρχικό, καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό σύστημα.

    εκφρ.
    выборная система – εκλογικό σύστημα.

    Большой русско-греческий словарь > система

  • 75 составление

    ουδ.
    1. παράθεση, παράταξη, τοποθέτηση δίπλα, μαζί.
    2. κατασκευή, φτιάξιμο, σύνθεση• ένωση.
    3. σχηματισμός, δημιουργία. || συγκρότηση, ίδρυση• οργάνωση. || σύνταξη, σύνθεση.

    Большой русско-греческий словарь > составление

  • 76 талон

    α.
    1. δελτίο, κουπόνι.
    2. απόκομμα ομολογίας ή τίτλου.
    εκφρ.
    открепительный талон – έγγραφο διαγραφής από μέλος κομματικής ή κομσομόλικης οργάνωσης•
    прикрепительный талон – έγγραφο σύνδεσης με άλλη οργάνωση κομματική ή κομσομόλικη.

    Большой русско-греческий словарь > талон

  • 77 устроение

    ουδ.
    1. ίδρυση, χτίσιμο, φτιάξιμο.
    2. οργάνωση, σύσταση, συγκρότηση, δημιουργία.
    3. τακτοποίηση, διευθέτηση, κανόνισμα.
    4. παλ. κατασκευή.
    5. παλ. βλ. устройство (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > устроение

  • 78 фонд

    α.
    1. το κεφάλαιο, το καπιτάλι. || το κονδύλιο.
    2. πλθ. οι ομολογίες.
    3. μτφ. κεφάλαιο πνευματικό, ηθική αξία.
    4. οργάνωση ή ίδρυμα παροχής βοήθειας σε πνευματικούς παράγοντες.

    Большой русско-греческий словарь > фонд

См. также в других словарях:

  • οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • οργάνωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οργανώνω. 2. κατάλληλη διάταξη και καταρτισμός των μερών ενός συνόλου, ώστε να λειτουργεί αποτελεσματικά: Οργάνωση υπηρεσίας, εκλογικού αγώνα κτλ. 3. οργανωμένο σύνολο, σωματείο: Δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παγκόσμια Μετεωρολογική Οργάνωση — Οργάνωση για την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας στην ανάπτυξη των μετεωρολογικών παρατηρήσεων και της έρευνας, και για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των εθνικών μετεωρολογικών και υδρομετεωρολογικών υπηρεσιών. Ιδρύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη… …   Dictionary of Greek

  • οργάνωση — Στις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος σημαίνει τη συγκρότηση μιας ομάδας ή ολόκληρης της κοινωνίας σύμφωνα με συνειδητή θέληση και κοινή συνεργατική ενέργεια. Ενώ για τον ατομικιστή Σπένσερ η ο. αρχίζει εκεί όπου αρχίζουν οι ανάγκες του ίδιου του… …   Dictionary of Greek

  • ὀργανώσῃ — ὀργανώσηι , ὀργάνωσις organization fem dat sg (epic) ὀργανόω to be organized aor subj mid 2nd sg ὀργανόω to be organized aor subj act 3rd sg ὀργανόω to be organized fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγγελματική ένωση ή οργάνωση — Σωματείο, του οποίου τα μέλη ασκούν ένα ελεύθερο επάγγελμα και το οποίο έχει σκοπό την προάσπιση των κοινών συμφερόντων καθώς και την επαγγελματική πειθαρχία και το ήθος των μελών του. Οι ε.ε. παρουσιάζουν μερικές αναλογίες με τα συνδικάτα που… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου — Βλ. λ. ΓΚΑΤ· Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας — Εξειδικευμένη υπηρεσία του OHE η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη για όλους τους ανθρώπους του υψηλότερου δυνατού επιπέδου υγείας (άρ. 1 του καταστατικού του OHE). Ιδρύθηκε το 1948, όταν το καταστατικό της επικυρώθηκε από 26 κράτη μέλη του OHE, και… …   Dictionary of Greek

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece — Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ Orgánosi yia tin Anasigkrótisi tou Komounistikoú Kómmatos Elládas Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece Founded 1985 …   Wikipedia

  • επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»