-
41 дерево
-а, πλθ. деревья, -ьев к. παλ. дерева, -рв ουδ.1. δέντρο•хвойные -ья κωνοφόρα δέντρα•
фруктовое дерево οπωροφόρο δέντρο.
|| κορμός δέντρου (χωρίς κλαδιά).2. ξυλεία, ξύλο•красное дерево το ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, μαόνι•
чрное дерево έβενος, αμπαζόνι.
εκφρ.родословное дерево – γενεαλογικό δέντρο•за -ьями ή из-за -ьев леса не видеть – βλέπω το δέντρο και δε βλέπω το δάσος (επισημαίνω μικροπράγματα και δε βλέπω το βασικό, το γενικό). -
42 древесина
-ы θ.ξύλο (η ξυλώδης ουσία ανάμεσα από τη φλούδα και την εντεριώνη). || ξυλεία. -
43 заповедный
επ.1. απαγορευμένος•заповедный лес απαγορευμένο δάσος (για ξυλεία, ξύλευση).
2. μυστικός, κρυφός, απόρρητος.3. προσφιλής, ακριβαγάπητος, πολυφίλητος. -
44 кондовый
επ.1. (διαλκ.) ολιγόροζος και σκληρός (για ξυλεία).2. μτφ. παλαιός, αρχαίος. -
45 корабельный
επ• καραβίσιος• του καραβιού•-ая мачта κατάρτι καραβιού•
корабельный верфь ναυπηγείο•
-ые снасти τα ξάρτια.
εκφρ.корабельный лес (бор, роща) – δάσος ψηλών δέντρων (κατάλληλων για κατάρτια)• ναυπηγήσιμη ξυλεία. -
46 косослойный
επ.που έχει λοξή κατεύθυνση των ινών (για ξυλεία). -
47 кругляк
-а α.1. ξυλεία στρόγγυλη (σε κορμούς δέντρων).2. βλ. кругляш (2 σημ.). -
48 лесоматериал
-а α.δασικό υλικό• ξυλεία. -
49 нестроевой
επ.άμαχος, μη μάχιμος, βοηθητικός•нестроевой солдат βοηθητικός στρατιώτης.
ουσ.βλ. нестроевик.επ.ακατάλληλος για οικοδόμηση•, нестроевой лес ξυλεία ακατάλληλη για οικοδομές•нестроевой материал ακατάλληλο οικοδομικό υλικό. -
50 пиловочный
επ.για πριόνιση•пиловочный лес ξυλεία για πριόνιση.
-
51 пиломатериалы
-ов (ενκ. -ал -а α.) ξυλεία πριονισμένη (σανίδες, καδρονια κλπ.). -
52 подтоварник
-а α.1. δοκάρι υπόστυλο.2. ξυλεία οικοδομική. -
53 пригонный
επ.από άλλο μέρος φερμένος, αλ-λοφερμένος•пригонный лес ξυλεία ξένη (μη ντόπια).
-
54 рубка
рубка 1-и θ.1. κοπή, κόψιμο•рубка дерева το κόψιμο δέντρου•
рубка мяса κόψιμο κρέατος.
2. φτιάξιμο με ξυλεία•рубка избы φτιάξιμο ιζμπας.
3. λογχομαχία, διασπάθιση, μαχαιροχτυπήματα.рубка 2-и θ.1. μεσόστεγο των πλοίων, ταμπούκι•боевая рубка ξύλινος πύργος, προπύργιο•
рулевая рубка πηδαλιούχε ίο, οιακιστήριο.
|| πηδαλιουχείο αερόστατου.2. κάθε ειδικός χώρος• κιόσκι. -
55 рубленый
επ.κομμένος, κοφτός•-ое мясо κομμένο κρέας.
|| φτιαγμένος με ξυλεία.(για ίζμπα). -
56 сплавлять
ρ.δ.βλ. сплавить(ся) 1.ρ.δ.βλ. сплавить 2.μεταφέρομαι με το ρεύμα του ποταμού (για ξυλεία). -
57 сплавной
επ.πλωτός•сплавной лес πλωτή ξυλεία(η μεταφερόμενη με το ρεύμα του ποταμού).
-
58 сплотить
-очу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сплоченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. συμπιέζω, συσφίγγω. || συνδέω, δένω στερεά (πλωτή ξυλεία).2. μτφ. συσπειρώνω•. πυκνώνω•сплотить ряды демонстрантов πυκνώνω τις γραμμές των διαδηλωτών.
3. μτφ. ενώνω συσσωματώνω•сплотить народ ενώνω γερά το λαό.
1. πυκνώνω•-лись ряды демонстрантов πύκνωσαν οι, γραμμές των διαδηλωτών.
2. ενώνομαι, συσσωματώνομαι. -
59 сплоток
-тка α. ξυλεία συνδεμένη. -
60 сруб
-а α.1. κοπή, κόψιμο•сруб леса κόψιμο του δάσους.
2. κοψ ιά (σημάδι κοπής δέντρου).3. ξυλεία (κορμοί δέντρων) για ξυλόσπιτο. || ξυλόσπιτο.
См. также в других словарях:
ξυλεία — ξυλείᾱ , ξυλεία felling and carrying of wood fem nom/voc/acc dual ξυλείᾱ , ξυλεία felling and carrying of wood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλείᾳ — ξυλείᾱͅ , ξυλεία felling and carrying of wood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλεία — η το προϊόν της υλοτομίας των δασών: Ξυλεία οικοδομήσιμη. – Ξυλεία ναυπηγήσιμη. – Ξυλεία καύσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλεία — η (Α ξυλεία) [ξυλεύω] το σύνολο τών ξύλων που προέρχονται από υλοτομία τών δασών και ύστερα από ανάλογη κατεργασία χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στη ναυπηγία κ.ά. δραστηριότητες («τὴν ξυλείαν τὴν εἰς τὰς οἰκοδομὰς σελμάτων», Στράβ.) αρχ. 1. η … Dictionary of Greek
ξυλείας — ξυλείᾱς , ξυλεία felling and carrying of wood fem acc pl ξυλείᾱς , ξυλεία felling and carrying of wood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλείαν — ξυλείᾱν , ξυλεία felling and carrying of wood fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλείαις — ξυλεία felling and carrying of wood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής Παλαιότερες ονομασίες: Oυμπανγκί Σαρί (έως το 1960) / Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία (1976 79) Έκταση: 622.984 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.986.400 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μπανγκί (669.800 κάτ. το… … Dictionary of Greek