-
61 щекотать
щекотатьнесов1. γαργαλώ, γαργα-λεύω, γαργοιλίζω·2. перен:\щекотать чье-л. самолюбие κολακεύω τόν ἐγωϊσμό κάποιου· \щекотать нервы διεγείρω τά νεῦρα·3. безл:у меня в го́рле щекочет μέ γαργαλἄ ὁ λαιμός· у меня в носу́ щекочет μέ τρώει ἡ μύτη μου. -
62 щелкать
щелк||атьнесов1. (давать щелчки) κάνω στράκες:\щелкатьать по́ носу δίνω μιά μυτιά, χτυπώ στράκα στή μύτη· \щелкатьать по́ лбу χτυπώ στράκα στό κούτελο·2. (чем-л.) κάνω στράκες, κροταλίζω, πλαταγίζω:\щелкатьать пальцами κάνω στράκες μέ τά δάχτυλα \щелкатьать языком πλαταγίζω τή γλώσσα μου· \щелкатьать бичо́м κροταλίζω τό μαστίγιο·3. (орехи, семечки) σπάζω, τραγανίζω·4. (о птицах) τερετίζω, κελαηδώ. -
63 ястребиный
ястреб||иныйприл1. τοῦ γερακιοῦ, τοῦ Ιέρακος, γερακήσιος·2. перен κακεντρεχής, μοχθηρός:\ястребиныйиный взгляд τό γερακήσιο βλέμμα· \ястребиныйиный нос ἡ γαμψή μύτη. -
64 безносый
[μπιζνόσυϊ] επ. δίχως μύτη -
65 загордиться
[ζαγκαρντίτσα] ρ. σηκώνω τη μύτη ψηλά -
66 курносый
[κουρνόσυϊ] εκ. με ανασηκωμένη μύτη -
67 нос
[νός] ουσ α μύτη -
68 остри!
[αστριιό] ουσ. ο. μύτη, κόψη -
69 сморкаться
[σμαρκάτσα] ρ. φυσώ τη μύτη μου -
70 безносый
[μπιζνόσυϊ] επ δίχως μύτη -
71 загордиться
[ζαγκαρντίτσα] ρ σηκώνω τη μύτη ψηλά -
72 курносый
[κουρνόσυϊ] επ με ανασηκωμένη μύτη -
73 нос
[νός] ουσ α μύτη -
74 остри!
[αστριιό] ουσ ο μύτη, κόψη -
75 сморкаться
[σμαρκάτσα] ρ φυσώ τη μύτη μου -
76 античный
επ.1. αρχαίος (αρχαιοελληνικός, ρωμαϊκός).2. ωραίος, όμορφος (όπως τα αρχαία αγάλματα)•античный нос όμορφη μύτη•
-ое лицо όμορφο πρόσωπο•
античный профиль ωραίο προφίλ.
-
77 вздёрнутый
επ.υψωμένος, ανυψωμένος, ανασηκωμένος•-ые плечи ανασηκωμένοι ωμοί•
-нос ανασηκωμένη μύτη.
-
78 вздёрнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -тый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.1. τραβώ, τεντώνω προς τα πάνω, ανατείνω, ανασηκώνω, υψώνω•-ли флаг ύψωσαν τη σημαία•
он высоко -ул голову αυτός ψηλά σήκωσε το κεφάλι.
2. (απλ.) απαγχονίζω, κρεμώ.εκφρ.вздёрнуть нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη (το παίρνω,επάνω μου, περηφανεύομαι)•вздёрнуть плечами – σηκώνω τους ώμους (διστάζω, αμφιβάλλω).ανασηκώνομαι, «νυψώνομαι, ανατείνομαι. -
79 водить
вожу, водишь, ρ.δ.μ.1. οδηγώ• πηγαίνω•водить детей гулять πηγαίνω τα παιδιά περίπατο.
|| βαδίζω επικεφαλής.2. οδηγώ (όχημα).3. κινώ επάνω σε•водить смычком по струнам κινώ το δοξάρι πάνω στις χορδές.
4. διατηρώ, έχω• συνάπτω•водить знакомство αποκτώ γνωριμίες•
водить дружбу συνάπτω φιλία.
5. τρέφω, κρατώ, διατηρώ•водить пчел τρέφω μελίσσια•
водить голубей κρατώ περιστέρια.
εκφρ.водить за нос – σέρνω α-πο τη μύτη (έχω υποχείριο)•водить хороводы – χορεύω κυκλικά τραγουδώντας1. υπάρχω, ζω• πολλαπλασιάζομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•в этой реке -ится много рыбы αυτό το ποτάμι έχει πολλά ψάρια•
в этом лесу -ится много дичи σ’ αυτό το δάσος υπάρχει πολύ κυνήγι.
|| παρατηρούμαι• συμβαίνω•этого прежде не -лось за вами αυτό πρίν δε συνέβαινε σε σας.
|| συνηθίζομαι•здесь это и -ится αυτό εδώ συνηθίζεται.
2. σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι•друг, с ним не -ишься φίλε, μ’ αυτόν μη κάνεις παρέα.
|| συχνάζω•дом, в котором черти -ятся σπίτι των διαβόλων ή φαντασμάτων.
εκφρ.как -ится – όπως συνηθίζεται. -
80 воробьиный
επ.σπουργίτικος, του σπουργίτη•-ое гнездо η φωλιά του σπουργίτη•
-ая стая σμήνος σπουργιτών.
ουσ. πλθ. -ые τα σπιζιδή.εκφρ.- ая ночь – α) νύχτα θυελλώδικη (με συνεχή αστραπόβροντα ή μόνο με αστραποφεγγιές, χωρίς βροντές), β) η πιο μικρότερη καλοκαιρινή νύχτα•короче -го носа – βραχύτερος κι από τη μύτη (ράμφος) του σπουργίτη (μικρούτσικος, σύντομος).
См. также в других словарях:
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
μύτη — η 1. το αισθητήριο όργανο της όσφρησης: Έχει γαμψή μύτη. 2. το ρύγχος των ζώων ή το ράμφος των πουλιών: Οι πελαργοί έχουν μακριές μύτες. 3. η όσφρηση: Έχει γερή μύτη. 4. προεξοχή, αιχμή: Η μύτη της βελόνας. 5. φρ., «Σήκωσε μύτη», έγινε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύτη — μύτης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύτῃ — μύτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακριά Μύτη — Οικισμός (27 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μαύρη Μύτη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 5 κάτ.) της Αμοργού. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
μυτίζω — (Μ μυτίζω) [μύτη] νεοελλ. 1. (για πτηνά) ραμφίζω, τσιμπώ κάτι με τη μύτη 2. κάνω κάτι οξύ στην άκρη σαν μύτη, οξύνω μσν. 1. πλησιάζω σε κάτι τη μύτη μου, τό μυρίζω 2. (για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη, ρίχνω τον ιππέα … Dictionary of Greek
μυτιά — η (Μ μυτέα) χτύπημα με τη μύτη νεοελλ. 1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο 2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα 3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού 4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη 5. στον πληθ. οι… … Dictionary of Greek
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek