-
41 образовательный
επ.δημιουργός, -γικός.επ.μορφωτικός, εκπαιδευτικός.εκφρ.образовательный ценз – η απαραίτητη μόρφωση (γνώσεις). -
42 общий
επ., βρ: общ, общи, обще.1. γενικός, καθολικός•-ее правило γενικός κανόνας•
-е собриние γενική συνέλευση•
-ее название γενική ονομασία•
общий кризис γενική κρίση•
-ее впечатление γενική εντύπωση•
-ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•
-ее благо γενικό καλό.
2. κοινός•общий язык κοινή γλώσσα•
-ее мнение κοινή γνώμη•
-ее дело κοινή υπόθεση•
-ими силами με κοινές δυνάμεις•
-ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•
-ая черти κοινό χαρακτηριστικό•
-ими усилиями με κοινές προσπάθειες.
3. ολικός, συνολικός•-ая стоимость ολική αξία ή κόστος•
-итог ολικό άθροισμα•
-ая сумма ολικό ποσό.
4. βασικός• θεμελιώδης•-ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.
εκφρ.в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•-ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•- ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•в -ем – εν τέλει, τελικά•в -ем и в целом – γενικά•в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•в -ем сказать – για να πω γενικά•наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•- ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
43 политехнизация
-и θ.πολυτεχνισμός, πολυτεχνική μόρφωση. -
44 политехнизировать
-
45 политехнический
επ.πολυτεχνικός•политехнический институт πολυτεχνικό ινστιτούτο, πολυτεχνείο•политехническийое образование πολυτεχνική μόρφωση.
-
46 пробел
-а α.1. κενό (κειμένου).(τυπγρ.) διάστημα.2. κενό, χάσμα•пробел в образовании κενό στη μόρφωση•
пополнить -ы συμπληρώνω τα κενά.
-
47 просвещение
-я ουδ.παιδεία• εκπαίδευση• μόρφωση•министерство -я υπουργείο παιδείας•
народное просвещение λαϊκή παιδεία.
|| διαφώτιση•масс διαφώτιση των μαζών.
εκφρ.эпоха -я – η εποχή του διαφωτισμού (17-18 αι.). -
48 просвещённость
-и θ.μόρφωση, παιδεία. -
49 пятиклассный
επ.των πέντε τάξεων•пятиклассныйая школа πεντατάξιο σχολείο•-ое образование μόρφωση πέντε σχολικών τάξεων.
-
50 семиклассный
επ.εφτατάξιος•-ая школа εφτατάξιο σχολείο (εφτά τάξεων)•
-ое образование εφτατάξια μόρφωση.
-
51 семилетний
επ.εφτάχρονος, εφταετής•-ее образование εφταετής μόρφωση•
-яя девочка εφτάχρονο κοριτσάκι•
семилетний план εφτάχρονο πλάνο.
-
52 средний
-яя, -ееεπ.μεσαίος, μέσος, μεσιανός•-ее окно μεσαίο παράθυρο•
-яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.
|| κεντρικός•-яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.
|| μέτριος•средний ученик μέτριος μαθητής.
εκφρ.в -ем – κατά μέσο όρο•высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•- ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•- ее ухо – το μεσαίο αυτί•- яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•- их лет – μέσης ηλικίας•средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων. -
53 технический
επ.τεχνικός•-ая осталость η τεχνική καθυστέρηση•
-ие усовершенствования τεχνικές τελειοποιήσεις•
технический кружок ο τεχνικός όμιλος•
-ие требование τεχνικές απαιτήσεις•
-ое образование τεχνική μόρφωση•
-ое оборудование τεχνικός εξοπλισμός•
технический термин τεχνικός όρος.
εκφρ.технический редактор – βλ. техред. -
54 учёба
-ы θ.μάθηση, σπουδή, σπούδασμα•-в институте σπουδή στο ινστιτούτο•
школьная учёба σχολική μάθηση•
отличники -ы οι άριστοι (αριστούχοι) της μάθησης ή της σπουδής•
он бросил -у αυτός παράτησε το σχολείο ή τη σχολή•
самостоятельная учёба αυτομάθηση, αυτο-μόρφωση.
-
55 элементарный
επ. βρ: -рен, -рна, -рно.1. στοιχειώδης, αρχικός• λίγος-элементарныйое образование στοιχειώδης μόρφωση•-ая математика η στοιχειώδης (πρακτική) αριθμητική•
-ие знания στοιχειώδεις γνώσεις•
-ая школа το δημοτικό σχολείο.
2. μτφ. απλός, εύκολος•это элементарный -ая вещь αυτό είναι απλό πράγμα.
3. πρωταρχικός, ουσιώδης, κύριος, βασικός•-ое условие πρωταρχικός όρος.
4. (χημ.) στοιχειώδης, των στοιχείων.5. απειροελάχιστος•-ые частицы στοιχειώδη μόρια.
-
56 энциклопедизм
-а α.εγκυκλοπαίδεια,εγκυκλοπαιδικότητα, πολύπλευρη μόρφωση.
См. также в других словарях:
μόρφωση — η η καλλιέργεια του πνεύματος, η εκπαίδευση: Η μόρφωσή του είναι ευρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόρφωση — η (ΑΜ μόρφωσις) [μορφώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μορφώνω, διαμόρφωση, διάπλαση, σχηματισμός νεοελλ. 1. (φιλοσ.) ο θεμελιακός προσανατολισμός τού ανθρώπου προς τους παράγοντες που καθορίζουν τη ζωή του και η απόκτηση μιας σωστής και… … Dictionary of Greek
μορφώσῃ — μορφώσηι , μόρφωσις shaping fem dat sg (epic) μορφάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) μορφάζω gesticulate fut part act fem dat sg (attic epic ionic) μορφόω give shape aor subj mid 2nd sg μορφόω give shape aor subj act 3rd sg μορφόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
αυτομόρφωση — η 1. το να μορφώνεται κανείς μόνος του, η μόρφωση που αποκτά κανείς χωρίς τη βοήθεια δασκάλου 2. ολόκληρη η μετασχολική μόρφωση του ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερη λόγια σύνθετη λ. < αυτο * + μόρφωση. Η λ., στον λόγιο τ., αυτομόρφωσις μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek