-
1 mode
μόδα -
2 móda
μόδα -
3 moda
μόδα -
4 мода
мода ж η μόδα· быть в \модае είμαι της μόδας· войти в \модау μπαίνω στη μόδα' выйти из \модаы βγαίνω από τη μόδα· демонстрация мод η επίδειξη μόδας" журнал мод το φιγουρίνι* * *жη μόδαбыть в мо́де — είμαι της μόδας
войти́ в мо́ду — μπαίνω στη μόδα
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα
демонстра́ция мод — η επίδειξη μόδας
журна́л мод — το φιγουρίνι
-
5 мода
мо́д||аж ἡ μόδα, ὁ συρμός:быть в \модае εἶμαι τής μόδας· войти́ в \модау γίνομαι τής μόδας· выйти из \модаы παύω νά εἶμαι τῆς μόδας· ввести́ \модау λανσάρω μόδα· следовать \модае πάω μέ τή μόδα· по (последней) \модае μέ τή (τελευταία) μόδα. -
6 мода
-ы θ.1. μόδα, συρμός•по -е με τη μόδα•
входить в -у γίνομαι της μόδας•
ввести в -у μπάζω στη μόδα (στο συρμό)•
быть в -е είμαΐ της μόδας•
выходить из -ы βγαίνω από τη μόδα•
быть не в -е δεν είμαι της μόδας•
по последней -е με την τελευταία λέξη της μόδας•
журнал мод περιοδικό της μόδας.
(απλ.) συνήθεια, έθιμο.2. πλθ. моды, мод τα είδη του συρμού. -
7 выйти
выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα* * *1) εξέρχομαι, βγαίνωвы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο
все вы́шли? — όλοι βγήκαν
2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνωвы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο
вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία
3) ( удаться) πετυχαίνωу меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα
••вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα
-
8 заводить
заводитьнесов1. (куда-л.) φέρνω. ὀδηγῶ·2. (приобретать) ἀποκτῶ, παίρ-νω, προμηθεύομαι/ ἀγοράζω (покупать); \заводить корову παίρνω (или ἀποκτῶ) ἀγελάδα·3. (вводить, устанавливать) καθιερώνω, ἐφαρμόζω, είσάγω:\заводить новые порядки ἐφαρμόζω νέα τάξη· \заводить моду καθιερώνω τή μόδα·4. (механизм):\заводить часы κουρδίζω τό ρολόγι· \заводить мотор βάζω μπρος τή μηχανἤ ◊ \заводить разговор πιάνω κουβέντα, ἀνοίγω συζήτηση· \заводить знакомство πιάνω γνωριμία· \заводить спор κάνω (или στήνω) καυγἄ· \заводить в тупик ὀδηγῶ σέ ἀδιέξοδο. -
9 насаждать
насаждатьнесов είσάγω, κάλλιεργῶ, διαδίδω:\насаждать науки ἐμφυτεύω ἐπιστήμες· \насаждать моду μπάζω τή μόδα. -
10 по
попредлог Α. с дат. п.1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·7. (при указании родства, близости):родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει. -
11 последний
последн||ийприл в разн. знач. τελευταίος, στερνός:в \последний раз γιά τελευταία φορά· в \последнийее время τόν τελευταίο καιρό, τελευταία, ἐσχάτως· \последнийие известия οἱ τελευταίες είδήσεις· \последнийее слово иау́ки ἡ τελευταία λέξη τής ἐπιστήμης· \последнийее желание, \последнийяя во́ля ἡ τελευταία ἐπιθυμία, ἡ στερνή θέληση· это \последнийее дело αὐτό εἶναι τό χειρότερο ἀπ· ὅλα· э́то \последнийее мое слово αὐτή εἶναι ἡ τελευταία μου κουβέντα· по \последнийей мо́де σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδα -
12 craze
-
13 fad
(a temporary fashion; a craze, interest or activity that (some) people follow enthusiastically, but lasts for a short period of time: What's the latest fad in dieting?; a health-food fad.) παροδική συνήθεια,μόδα- faddish- faddishness -
14 fashion
['fæʃən]1) (the style and design of clothes: Are you interested in fashion?; ( also adjective) a fashion magazine.) μόδα2) (the way of behaving, dressing etc which is popular at a certain time: Fashions in music and art are always changing.) προτίμηση,γούστο3) (a way of doing something: She spoke in a very strange fashion.) τρόπος•- fashionably
- after a fashion
- all the fashion
- in fashion
- out of fashion -
15 fashionable
adjective (following, or in keeping with, the newest style of dress, way of living etc: a fashionable woman; a fashionable part of town.) που είναι στη μόδα -
16 fashionably
adverb σύμφωνα με τη μόδα -
17 mode
-
18 modishly
adverb σύμφωνα με τη μόδα -
19 style
1. noun1) (a manner or way of doing something, eg writing, speaking, painting, building etc: different styles of architecture; What kind of style are you going to have your hair cut in?; a new hairstyle.) ύφος,τεχνοτροπία/αρχιτεκτονικός ρυθμός/χτένισμα2) (a fashion in clothes etc: the latest Paris styles; I don't like the new style of shoe.) μόδα,σχέδιο3) (elegance in dress, behaviour etc: She certainly has style.) κομψότητα,στυλ2. verb1) (to arrange (hair) in a certain way: I'm going to have my hair cut and styled.) χτενίζω2) (to design in a certain style: These chairs/clothes are styled for comfort.) σχεδιάζω•- stylish- stylishly
- stylishness
- stylist
- in style -
20 trend
[trend](a general direction or tendency: She follows all the latest trends in fashion; an upward trend in share prices.) γενική κατεύθυνση, ροπή, τάση, μόδα- trendy
См. также в других словарях:
μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… … Dictionary of Greek
μόδα — η (λ. ιταλ.), συνήθεια, κυρίως ως προς το ντύσιμο, που επικρατεί σ ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο νεωτερισμός: Τα καπέλα με φτερά δεν είναι πια της μόδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
ντεμοντέ — ο, η, το άκλ. 1. ως επίθ. αυτός που δεν είναι πλέον σύμφωνος με τις επιταγές τής μόδας, παλιομοδίτικος («φόρεμα ντεμοντέ») 2. απηρχαιωμένος, ξεπερασμένος («ιδέες ντεμοντέ») 3. (ως επίρρ.) ντεμοντέ με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με τη μόδα… … Dictionary of Greek
περούκα — Πρόσθετη κόμη, που αποτελείται από δύο στοιχεία: τη βάση, δηλαδή το δίχτυ πάνω στο οποίο εφαρμόζονται τα μαλλιά, και τα ίδια τα μαλλιά. Η συνήθεια να προστίθενται μαλλιά στη φυσική κόμη συναντάται ήδη στους πιο αρχαίους χρόνους, αλλά δεν είναι… … Dictionary of Greek
δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek