-
1 λιποθυμία
λιποθυμίᾱ, λιποθυμίαswoon: fem nom /voc /acc dualλιποθυμίᾱ, λιποθυμίαswoon: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————λιποθυμίᾱͅ, λιποθυμίαswoon: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 λιποθυμια
-
3 λιποθυμίᾳ
Βλ. λ. λιποθυμία -
4 λιποθυμία
el desmai -
5 λιποθυμία
λῐποθῡμ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποθυμία
-
6 λιποθῡμία
λιπο-θῡμία, ἡ, die Ohnmacht -
7 λιποθυμία
évanouissement -
8 λιποθυμίας
λιποθυμίᾱς, λιποθυμίαswoon: fem acc plλιποθυμίᾱς, λιποθυμίαswoon: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 λιποθυμίαι
λιποθυμίᾱͅ, λιποθυμίαswoon: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 λιποθυμίαν
λιποθυμίᾱν, λιποθυμίαswoon: fem acc sg (attic doric aeolic) -
11 λιποθυμίαις
λιποθυμίαswoon: fem dat pl -
12 λιποθυμίη
λιποθυμίαswoon: fem nom /voc sg (epic ionic) -
13 λιποθυμίην
λιποθυμίαswoon: fem acc sg (epic ionic) -
14 évanouissement
λιποθυμία -
15 обморок
-
16 λιποθύμημα
το, λιποθύμία, λιποθύμιά η обморок; потеря сознания -
17 λειπο-θῡμία
λειπο-θῡμία, ἡ, die Ohnmacht, Plut. Alex. 19. 63 u. a. Sp.; auch λιποϑυμία geschrieben.
-
18 обморок
η λιποθυμία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обморок
-
19 синкопе
мед. η λιποθυμία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > синкопе
-
20 беспамятство
беспамят||ствос1. (обморочное состояние) ἡ λιποθυμία:впадать в \беспамятствоство χάνω τίς αἰσθήσεις μου, λιποθυμῶ;2. (исступление):в \беспамятствостве (вне себя) ἔξω φρενών, ἐκτός ἐαυτοῦ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λιποθυμία — λιποθυμίᾱ , λιποθυμία swoon fem nom/voc/acc dual λιποθυμίᾱ , λιποθυμία swoon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμία — λιποθυμία, η και λιποθυμιά, η ξαφνική και παροδική απώλεια της συνείδησης και της κινητικότητας, που οφείλεται σε αναιμία του εγκεφάλου, λιγοθυμιά, λιγοθύμισμα: Της ήρθε λιποθυμία λόγω της εγκυμοσύνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιποθυμίᾳ — λιποθυμίᾱͅ , λιποθυμία swoon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμία — και λιποθυμιά και λιγοθυμιά, η (AM λιποθυμία) [λιποθυμώ] απότομη και παροδική αδιαθεσία που συνοδεύεται από ωχρότητα, εφίδρωση, βόμβο τών αφτιών, διαταραχές τής όρασης και, συχνά, απώλεια συνειδήσεως μικρής διάρκειας και η οποία οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
λιποθυμίας — λιποθυμίᾱς , λιποθυμία swoon fem acc pl λιποθυμίᾱς , λιποθυμία swoon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίαι — λιποθυμίᾱͅ , λιποθυμία swoon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίαν — λιποθυμίᾱν , λιποθυμία swoon fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμιῶν — λιποθυμία swoon fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίαις — λιποθυμία swoon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίη — λιποθυμία swoon fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίην — λιποθυμία swoon fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)