-
21 эфес
эфесм воен. ἡ λαβή (ξίφους, σπα-θιοῦ). -
22 гриф
[*][γκρίφ) ουσ. α λαβή μουσικού οργάνου -
23 набалдашник
[ναμπαλντάσνικ] ουσ. α. λαβή μπαστουνιού -
24 рукоятка
[ρουκαγιάτκα] ουσ. θ λαβή -
25 эфес
[εφές] ουσ. α (πολεμ.) λαβή σπαθιού -
26 гриф
[*][γκρίφ) ουσ α λαβή μουσικού οργάνου -
27 набалдашник
[ναμπαλντάσνικ] ουσ α λαβή μπαστουνιού -
28 рукоятка
[ρουκαγιάτκα] ουσ θ λαβή -
29 эфес
[εφές] ουσ α (πολεμ) λαβή σπαθιού -
30 артикул
-
31 валек
-лька α.1. μικρός κύλινδρος πλυσίματος.2. κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου.3. η λαβή του κουπιού. κόπανος πλυσίματος. -
32 гриф
-
33 держак
-а α. (διαλκ.) λαβή, χειρολαβή. -
34 держалка
-и θ. (απλ.) λαβή, χειρολαβή. -
35 дужка
-и θ.1. μικρή λαιμαργία.2. χερούλι, χειρολαβή καμπυλωτή•ведрная дужка το χερούλι του κουβά•
дужка шпаги η λαβή του σπαθιού.
3. στηθοκόκκαλο των πτηνών (διχάλα, -ι, φούρκα). -
36 заводной
επ.1. κουρδιζόμενος•-ая игрушка κουρδιζόμενο παιγνίδι.
2. για κούρδισμα•-ая ручка λαβή κουρδίσματος•
заводной ключ κλειδί κουρδίσματος.
-
37 кнутовище
-а ουδ.λαβή μαστιγίου. -
38 косовище
-а ουδ. η λαβή της κοσσιάς. -
39 крутить
кручу, крутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крученный-чен, -а, -оρ.δ.1. μ. περιστρέφω, γυρίζω•крутить ручку шарманки φέρνω γύρα τη λαβή της λατέρνας.
2. μτφ. στρίβω, συστρέφω, κλώθω γνέθω•крутить пряжу γνέθω κλωστή•
крутить папиросу, сигарку στρίβω τσιγάρο•
крутить ус στρίβω το μουστάκι•
крутить голову στρέφω (γυρίζω) το κεφάλι.
3. στροβιλίζω•ветер -ил пыль ο άνεμος στροβίλιζε τη σκόνη•
начинает позёмка αρχίζει να χιονοστροβιλίζει.
4. διευθύνω, διαχειρίζομαι•она им -ит, как хочет αυτή τον κάνει όπως θέλει.
5. στρεψοδικώ, κάνω υπεκφυγές, στριφογυρίζω.6. ερωτεύομαι, γυρίζω•он -ит с девушками αυτός γυρίζει με τα κορίτσια.
εκφρ.крутить голову – σκοτίζω το κεφάλι•крутить любовь ή роман – βλ. 6 σημ. крутить руки кому α) στραγγουλίζω τα χέρια κάποιου, β) δένω τα χέρια πίσω•крутить носом – εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, κοντραστάρω πεισμώνω•как (там) ни -и – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.1. περιστρέφομαι, συστρέφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. έχω πολλές φροντίδες, σκοτούρες.εκφρ.как (там) ни -ись – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις. -
40 лад
-а (ладу), προθτ. о -е, в -у, πλθ. -ы α.1. αρμονία, σύμπνοια, ομόνοια, μόνιασμα•жить в -у ζω αρμονικά•
быть не в -ах с... δεν τα πάω καλά με...• нет -у дома δεν υπάρχει ομόνοια στο σπίτι.
2. τρόπος, υπόδειγμα, στυλ•на все -ы κατ όλους τους τρόπους•
на другой лад сделать что-н. κατ άλλον τρόπον θα κάνω κάτι.
3. (μουσ.) τόνος, σύνθεση μέλους, ωδής.4. τα διαστήματα (διαιρέσεις στη λαβή μουσικού οργάνου).5. πλθ. τα πλήκτρα (φυσαρμόνικας ή πνευστών οργάνων).6. σκαρί ζώων.εκφρ.не в -у ή не в -ах (жить, быть – κ.τ.τ.) σε διχόνοια•идти (пойти) на лад – στρώνω, ρεγουλάρω•ни складу ни -у – ασυναρτησίες.
См. также в других словарях:
λαβή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβή — η (AM λαβή) 1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.) 2 … Dictionary of Greek
λαβή — η 1. το μέρος απ όπου κρατούμε κάτι, το χερούλι: Άρπαξε το μαχαίρι από τη λαβή. 2. μτφ., αφορμή: Μη δίνεις συνεχώς λαβή για σχόλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαβῇ — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor subj pass 3rd sg λαβή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβη — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβῃ — λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg λαμβάνω a aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβηι — λάβῃ , λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg λάβῃ , λαμβάνω a aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβαῖς — λαβή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβαί — λαβή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβῆς — λαβή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβήν — λαβή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)