Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+λάμψη

  • 41 немеркнущий

    επ.
    άσβηστος•

    немеркнущий факел άσβηστη δάδα•

    -ая слива αιώνια (αθάνατη, άφθιτη) δόξα•

    -ее сияние άσβηστη λάμψη ή ακτινοβολία.

    Большой русско-греческий словарь > немеркнущий

  • 42 огонёк

    -ньки α. φωτούλα, -ίτσα. || μτφ. ζήλος, ζέση, θέρμη, φλόγα. || μτφ. λάμψη των ματιών.
    εκφρ.
    зайти в огонёк – μπαίνω για λίγο στο φωτισμένο σπίτι (που σημαίνει πως οι νοικοκυρέοι είναι μέσα).

    Большой русско-греческий словарь > огонёк

  • 43 огонь

    огня α.
    1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•

    развести огонь ανάβω φωτιά•

    сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•

    греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.

    || μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•

    он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.

    || μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.
    2. φως•

    зажечь огонь ανάβω το φως•

    погасить огонь σβήνω το φως•

    светит огонь φέγγει το φως.

    || πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•

    его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.

    3. (στρατ.) πυρ•

    огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•

    прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•

    перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•

    сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•

    заградительный огонь φραγμός πυρών•

    артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•

    шквильный огонь καταιγισμός πυρών•

    греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•

    линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).

    εκφρ.
    α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•
    β) στη μάχη•
    в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•
    из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•
    между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•
    - м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•
    боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•
    пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά.

    Большой русско-греческий словарь > огонь

  • 44 озарение

    ουδ.
    φώτιση, φέξη, φέξιμο, λάμψη.

    Большой русско-греческий словарь > озарение

  • 45 померкнуть

    -нет, παρλθ. χρ. померк κ. παλ. померкнул, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. померкший κ. померкнувший ρ.σ.
    1. σβήνω, σιγοσβήνω, χάνω τη φωτεινότητα, τη λάμψη.
    2. μτφ. χάνω τη δύναμη, τη σημασία.

    Большой русско-греческий словарь > померкнуть

  • 46 последовать

    ρ.σ. ακολουθώ, έπομαι πηγαίνω κοντά•

    он за ним -ал αυτός πήγε κοντά απ αυτόν•

    показался огонь и -ал взрыв φάνηκε φωτιά (λάμψη) και ακολούθησε έκρηξη•

    он -ал его примеру αυτός ακολούθησε το παράδειγμα του•

    сын -ал совету отца ο γιος τήρησε τη συμβουλή του πατέρα.

    Большой русско-греческий словарь > последовать

  • 47 придать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. προσδίνω, δίνω επιπρόσθετα•

    придать отряду артиллерию δίνω επί πλέον στο τμήμα πυροβολικό.

    2. προσθέτω, αυξαίνω, μεγαλώνω, δυναμώνω, ενισχύω•

    придать вкусу чему-н. προσδίνω γούστο σε κάτι•

    любовь -ла ей бодрости и силы η αγάπη της έδοσε σφρίγος και δύναμη•

    придать устойчивости προσδίνω σταθερότητα•

    придать блеск προσδίνω λάμψη.

    Большой русско-греческий словарь > придать

  • 48 проблеск

    α.
    1. διάλαμψη, λάμψη προσωρινή, φευγαλέα.
    2. μτφ. αχτίδα•

    -и радости αχτίδες χαράς•

    -и надежды αχτίδες ελπίδας.

    Большой русско-греческий словарь > проблеск

  • 49 просветление

    ουδ.
    1. ξαστέρωμα• α ιθρίαση•

    просветление неба ξαστέρωμα του ουρανού.

    2. μτφ. φώτιση, λάμψη, διαύγαση.

    Большой русско-греческий словарь > просветление

  • 50 пых

    α. παλ..
    1. κάψιμο.
    2. φώτιση, λάμψη.
    3. ρυθμικός ήχος μηχανής.
    εκφρ.
    одним -ом – (απλ.) αμέσως στη στιγμή.
    επιφ. (ονοματοποιητικό)• παφ-παφ, πουφ-πουφ, πιχ-πιχ.

    Большой русско-греческий словарь > пых

  • 51 сверкать

    ρ.σ.
    1. λαμπυρίζω, μαρμαίρω•

    звезды -ют τα αστέρια λαμπυρίζουν•

    бриллианты -гот τα μπριλάντια λαμπυρίζουν.

    || εκλάμπω, βγάζω εκτυφλωτική λάμψη. || λάμπω, φεγγοβολώ. || μτφ. διαλάμπω, διαφαίνομαι, υποφώσκω.
    2. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαγράφομαι.
    3. (για καθαριότητα)• λάμπω, αστράφτω. || τρεμοσβήνω.
    4. (για μάτια) αστράφτω, πετώ σπίθες•

    его глаза -ли от гнева τα μάτια του άστραφταν από το θυμό.

    5. μτφ. εξωτερικεύομαι, εμφανίζομαι (για αισθήματα)• λάμπω.
    εκφρ.
    только пятки -ют – σπίθες πετάν (βγάζουν) τα πόδια (από τη μεγάλη ταχύτητα).

    Большой русско-греческий словарь > сверкать

  • 52 свечение

    ουδ.
    φώτιση, -μός, λάμψη, το φέγγος• φωσφορισμός, λαμπύρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > свечение

  • 53 сполох

    α. κ. πλθ. сполохи, -ов
    (διαλκ.) το βόρειο σέλας. || (ενκ.) λάμψη αστραπής.
    -а (-у) α. (απλ. κ. διαλκ.) συναγερμός. || σάλος, αναμπομπούλα, αναταραχή.

    Большой русско-греческий словарь > сполох

  • 54 стеклянный

    επ.
    1. γυάλινος, υάλινος•

    -ая масса υαλομάζα•

    -ая посуда τα γυαλικά, γυάλινα σκεύη•

    -ая трубка γυάλινος σωλήνας, υαλουργικός•

    стеклянный завод εργοστάσιο υαλουργίας.

    2. μτφ. υαλοειδής, υαλώδης, σαν γυαλί•

    блеск λάμψη γυαλιού.

    3. μτφ. άτονος, άψυχος, χαύνος (για μάτια, βλέμμα).
    εκφρ.
    - ая бумагаβλ. шкурка (2 σημ.)• -ая вата υαλοβάμπακας ή υαλέριο.

    Большой русско-греческий словарь > стеклянный

  • 55 флуоресценция

    θ.
    φθορισμός, φθοριο-λάμψη.

    Большой русско-греческий словарь > флуоресценция

  • 56 фосфорический

    επ.
    φωσφορικός•

    фосфорический блеск φωσφορική λάμψη.

    Большой русско-греческий словарь > фосфорический

  • 57 щедрый

    επ., βρ: щедр, щедра, щедро.
    1. γενναιόδωρος, μεγαλόδωρος, φιλότιμος, ανοιχτοχέρης, απλόχερης, κουβαρντάς•

    щедрый человек κουβσρντάνθρωπος.

    || μτφ. αφε ιδώλευτος, πλουσιοπάροχος.
    2. πλούσιος, άφθονος μπόλικος. || μεγάλος, σημαντικός•

    -ые подарки πλούσια δώρα.

    || δυνατός, ισχυρός•

    щедрый блеск δυνατή λάμψη.

    εκφρ.
    - ого рукою – απλόχερα, αβέρτα, αφειδώς.

    Большой русско-греческий словарь > щедрый

  • 58 эмаль

    θ.
    1. εφυάλωση• βερνικόχρωμα. || στιλπνότητα, γυαλάδα λάμψη.
    2. σμάλτινο αντικείμενο.
    3. η αδαμαντίνη ουσία του δοντιού.

    Большой русско-греческий словарь > эмаль

См. также в других словарях:

  • λάμψη — η (AM λάμψη) [λάμπω] ακτινοβολία τού φωτός, φωτοβολία, ανταύγεια (α. «λάμψις ἡλίου», Γεωπ. β. «λάμψις ἀστέρων», Φίλ.) 2. αίγλη, δόξα, λαμπρότητα νεοελλ. (ορυκτ.) τρόπος ή είδος εμφάνισης τής επιφάνειας ενός ορυκτού σε σχέση με την ποιότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • λάμψη — η ακτινοβολία, έντονο φως: Η λάμψη της αστραπής μάς τύφλωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάμψῃ — λάμπω give light aor subj mid 2nd sg λάμπω give light aor subj act 3rd sg λάμπω give light fut ind mid 2nd sg λάμψηι , λάμψις shining fem dat sg (epic) λαμβάνω a fut ind mid 2nd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) …   Wikipedia

  • Éclat de gloire — Données clés Titre original Με τη Λάμψη στα Μάτια (Me ti lampsi ta matia) Réalisation Panos Glykofridis Scénario Panos Glykofridis Iákovos Kambanéllis Acteurs princip …   Wikipédia en Français

  • μαλαχίτης — Ορυκτό του χαλκού, με χημική σύσταση CuCO3·Cu(OΗ)2. Ο μ. ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και οι κρύσταλλοί του είναι σπάνιοι, λεπτοί, επιμήκεις πρισματικοί και συχνότερα βελονοειδείς. Σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»