-
1 κουβέρτα
η1) одеяло, покрывало; 2) мор. палуба -
2 κουβέρτα
[кувэрта] ουσ. Θ. покрывало.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουβέρτα
-
3 κουβέρτα
[кувэрта] ουσ θ покрывало. -
4 απαναπανωτός
η, ό самый верхний; высоко лежащий, находящийся у потолка;απαναπανωτή κουβέρτα — самое верхнее одеяло
-
5 ελαφρός
η, ό [ά, όν ]1) лёгкий, нетяжёлый;ελαφρό επανωφόρι — лёгкая одежда;
ελαφρή κουβέρτα — лёгкое одеяло;
ελαφρό πρόγευμα — лёгкий завтрак;
ελαφρή τροφή — лёгкая пища (удобоваримая);
ελαφρός σαν πούπουλο — лёгкий как пух;
βαδίζω με ελαφρό βήμα — ходить лёгкой походкой;
2) лёгкий, нетрудный;ελαφρή εργασία — лёгкая работа;
ελαφρός πόνος — лёгкая боль;
ελαφρό ανάγνωσμα — лёгкое чтение;
3) лёгкий, незначительный, небольшой; слабый;ελαφρά ποινή — лёгкое наказание;
ελαφρή επίπληξη — лёгкий упрёк;
ελαφρός υπαινιγμός — лёгкий намёк;
ελαφρά ειρωνεία — лёгкая ирония;
ελαφρά τρικυμία — лёгкий шторм;
ελαφρό κύμα — небольшая волна;
ελαφρός πυρετός — небольшая температура; — небольшой жар;
ελαφρός χειμώνας — мягкая зима;
4) лёгкий, несерьёзный; легкомысленный, поверхностный, пустой (тж. о человеке);ελαφρ(ι)ά μουσική — лёгкая музыка;
ελαφρό θέατρο — театр лёгкого жанра; — эстрадный театр;
ελαφρή φιλολογία — легковесная, малосодержательная литерату-
ра;5) глупый, неразумный;είναι λίγο ελαφρός — он немного придурковат;
6) лёгкий, слабый, некрепкий;ελαφρός καφές — некрепкий кофе;
ελαφρός καπνός — лёгкий табак;
ελαφρό κρασί — лёгкое вино;
ελαφρά αρώματα — слабые духи;
ελαφρό νερό — послабляющая вода, води, способствующая пищеварению;
7) лёгкий, чуткий (о сне);8) лёгкий, быстрый, проворный; 9) воен, малый;στόλος — москитный флот;ελαφρά πλοία — малые корабли;
§ ελαφρά βιομηχανία — лёгкая промышленность;
με ελαφρή συνείδηση — бессознательно;
ελαφρά τη καρδία — с лёгким сердцем, без раздумья;
γαίαν εχεις ελαφραν — пусть земля будет тебе пухом
См. также в других словарях:
κουβέρτα — η (Μ κουβέρτα) 1. μάλλινο ή βαμβακερό κλινοσκέπασμα 2. το κατάστρωμα τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. coverta] … Dictionary of Greek
κουβέρτα — η (λ. ενετ.) 1. κλινοσκέπασμα. 2. το κατάστρωμα του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
λώδιξ — λῶδιξ, ικος, ἡ (Α) κλινοσκέπασμα, κουβέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Sprache — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
αμφιτάπης — ἀμφιτάπης ( ητος), ο και ἀμφίταπις ( ιδος), η και ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τάπης. Ως β συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως ταπις, ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως ταπος, ου] … Dictionary of Greek
ανάπλα — (I) η 1. μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα 2. πλατύ ύφασμα που απλώνεται κάτω από τις ελιές και τις αμυγδαλιές για το ευκολότερο μάζεμα τών καρπών τους που πέφτουν εκεί από τα χτυπήματα τών ραβδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τ. τού ανάπλι]. (II) η… … Dictionary of Greek
απλάδι — το [απλός] κλινοσκέπασμα, κουβέρτα … Dictionary of Greek