Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+κοινωνία

  • 61 римский

    επ.
    ρωμαϊκός•

    римский театр ρωμαϊκό θέατρο•

    -ое общество η ρωμαϊκή κοινωνία.

    εκφρ.
    римский папа – ο πάπας της Ρώμης•
    римский нос – γρυπή μύτη•
    - ая церковь – ρωμαιοκαθολική εκκλησία•
    - ие цифры – λατινικοί αριθμοί.

    Большой русско-греческий словарь > римский

  • 62 родовой

    επ.
    1. του γένους, των γενών•

    -ое общество η κοινωνία των γενών.

    || του είδους.
    2. κληρονομικός•

    -ое имение κληρονομικό (προγονικό) κτήμα.

    || ευγενούς καταγωγής, σοϊλήδικος•

    -ая знать η αριστοκρατία.

    3. συγγενικός, της συγγένειας.
    4. (ϊΡαμμ•) του γένους•

    -ые окончания οι καταλήξεις του γένους (αρσενικού, θηλυκού, ουδέτερου).

    επ.
    του τοκετού•

    -ые муки οι πόνοι (ωδινες) του τοκετού.

    Большой русско-греческий словарь > родовой

  • 63 сани

    -ей πλθ. χιονολισθητήρας• έλκηθρο•

    сани ехать на ή в -ях πηγαίνω με το έλκηθρο.

    εκφρ.
    не в свой сани сесть – πιάνω θέση (στηνυπηρεσία, κοινωνία) που δεν αξίζω.

    Большой русско-греческий словарь > сани

  • 64 светский

    επ.
    1. της ανώτερης κοινωνίας•

    -ое общество η ανώτερη κοινωνία.

    2. κοσμικός, εγκόσμιος, κοινωνικός• λαϊκός•

    светский человек κοσμικός άνθρωπος•

    -ая власть η πολιτική εξουσία (μη θρησκευτική)•

    -ие песни κοσμικά τραγούδια•

    -ая жизнь κοσμική ζωή (μη θρη-σκευτ ική).

    Большой русско-греческий словарь > светский

  • 65 социалистический

    επ.
    σοσιαλιστικός•

    -ые страны οι σοσιαλιστικές χώρες•

    -ое преобразование σοσιαλιστικός μετασχηματισμός•

    -ая революция σοσιαλιστική επανάσταση•

    социалистический способ производства σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής•

    -ое общество σοσιαλιστική κοινωνία•

    социалистический строй σοσιαλιστικό καθεστώς•

    -ая партия σοσιαλιστικό κόμμα•

    -ое воспитание σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση•

    -ое соревнование σοσιαλιστική άμιλλα.

    Большой русско-греческий словарь > социалистический

  • 66 социально

    επίρ. κοινωνικά•

    социально опасный человек άνθρωπος επικίνδυνος για την κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > социально

  • 67 упадок

    -дка α.
    1. πέσιμο, πτώση, κατάπτωση•

    упадок духа πτώση του ηθικού•

    упадок сил κατάπτωση των δυνάμεων.

    || παρακμή • μαρασμός • αποσύνθεση (κυρίως για κοινωνία).
    2. (διαλκ.) βλ. падж.

    Большой русско-греческий словарь > упадок

  • 68 утвердить

    -ржу, -рдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утвержденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) στερεώνω, εδραιώνω•

    утвердить крепко столб στερεώνω γερά το στύλο•

    утвердить своё господство εδραιώνω την κυριαρχία μου•

    утвердить демократию εδραιώνω τη δημοκρατία•

    утвердить порядок εδραιώνω την τάξη.

    2. επιβεβαιώνω.
    3. πείθω, βεβαιώνω.
    4. επικυρώνω (επίσημα)• εγκρίνω•

    утвердить дсговор επικυρώνω τη συμφωνία•

    утвердить проект εγκρίνω το σχέδιο•

    утвердить повестку дня εγκρίνω την ημερήσια διάταξη.

    1. παλ. στερεώνομαι.
    2. εδραιώνομαι, βασίζομαι γερά. μτφ.
    επικρατώ• ισχύω, κυριαρχώ•

    за ней -лось в обществе нехорошее мнение γι αυτήνεπικράτησε στην κοινωνία άσχημη ιδέα (γνώμη).

    || πείθομαι ακράδαντα έχω σταθερή πεποίθηση•

    утвердить в своём мнении επιμένω (πιστεύω) σταθεράστη γνώμη μου•

    утвердить в мысли υποστηρίζω πολύ ότι η σκέψη μου είναι σωστή•

    утвердить в своём намерении έχω ακλόνητη πεποίθηση στο σκοπό μου.

    Большой русско-греческий словарь > утвердить

  • 69 функция

    θ.
    1. (γραπ. λόγος)• λειτουργία• φαινόμενο•

    функция слюнной железы η λειτουργία του σιαλογόνου σ.δενα.

    2. (μαθ.) η συνάρτηση•

    тригонометрические -и τριγωνομετρικές συναρτήσεις.

    3. μτφ. υποχρέωση, χρέος, καθήκον•

    служебныефункцияи υπηρεσιακά καθήκοντα•

    исполнять свою -ю в обществе εκτελώ τις υποχρεώσεις μου στην κοινωνία.

    4. σημασία, προορισμός, ρόλος•

    функция родительного падежа η σημασία της γενικής πτώσης (στη γραμματική)•

    функция денег ο ρόλος των χρημάτων.

    εκφρ.
    выступать в -и – εμφανίζομαι με την ιδιότητα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > функция

  • 70 частнособственнический

    επ.
    της ατομικής ιδιοκτησίας•

    частнособственнический сектор ο τομέας της ατομικής ιδιοκτησίας•

    -ое общество κοινωνία ατομικής ιδιοκτησίας.

    Большой русско-греческий словарь > частнособственнический

  • 71 человеческий

    επ.
    1. ανθρώπινος, του ανθρώπου•

    человеческий труд η ανθρώπινη εργασία•

    человеческий организм ο ανθρώπινος οργανισμός•

    -ое общество η ανθρώπινη κοινωνία•

    человеческий род το ανθρώπινο γένος.

    2. ανθρωπιστικός•

    -ое обращение с кем-н. ανθρώπινη συμπεριφορά με κάποιον.

    || ιδιάζων στον άνθρωπο•

    -ие недостатки ανθρώπινα ελαττώματα (αδυναμίες).

    Большой русско-греческий словарь > человеческий

См. также в других словарях:

  • κοινωνία — κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc/acc dual κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνίᾳ — κοινωνίαι , κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνία — η 1. σύνολο ομοειδών ζώων ή ανθρώπων: Αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες των ζώων, όχι στις κοινωνίες των ανθρώπων. 2. το σύνολο των κατοίκων ορισμένης πόλης ή χώρας και ιδιαίτερα η καλή τάξη: Η Πάτρα έχει καλή κοινωνία. 3. επικοινωνία, συναναστροφή,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • θεία κοινωνία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία …   Dictionary of Greek

  • κοινωνίας — κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem acc pl κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνίαι — κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνίαν — κοινωνίᾱν , κοινωνία communion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»