-
1 Armitage's restricted procedure
French\ \ procédure restreinte d'ArmitageGerman\ \ eingeschränktes Armitage-VerfahrenDutch\ \ beperkte werkwijze volgens ArmitageItalian\ \ procedura ristretta di ArmitageSpanish\ \ procedimiento restringido de ArmitageCatalan\ \ procediment restringit d'ArmitagePortuguese\ \ procedimento restrito de ArmitageRomanian\ \ -Danish\ \ Armitage's begrænset udbudNorwegian\ \ Armitage er begrenset prosedyreSwedish\ \ Armitage's selektivt förfarandeGreek\ \ κλειστή διαδικασία Armitage τουFinnish\ \ Armitagen rajoitettu proseduuriHungarian\ \ Armitage-féle korlátozott eljárásTurkish\ \ Armitage kısıtlı yöntemiEstonian\ \ Armitage'i kitsendatud protseduurLithuanian\ \ Armitage ribotoji procedūra; Armiteidžo ribotoji procedūraSlovenian\ \ omejenega postopka v ArmitagePolish\ \ postępowanie sekwencyjne Armitage'aRussian\ \ ограниченная процедура АрмитажаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ takmarkaður Armitage's starfsreglurEuskara\ \ Armitage en mugatua prozeduraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ طريقة ارميتج المقيدةAfrikaans\ \ Armitage se beperkte prosedureChinese\ \ 阿 米 塔 基 约 束 方 法Korean\ \ 아미타지의 제한절차 -
2 restricted sequential procedure
French\ \ procédure séquentielle restreinteGerman\ \ eingeschränktes sequentielles VerfahrenDutch\ \ sequentiële procedure onder restricties; sequentiële procedure onder restricties volgens ArmitageItalian\ \ procedura ristretta sequenzialeSpanish\ \ restringido procedimiento secuencialCatalan\ \ procedediment seqüencial restringitPortuguese\ \ procedimento sequencial restritoRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ begränsad sekventiell procedurGreek\ \ κλειστή διαδικασία διαδοχικώνFinnish\ \ rajoitettu sekvenssimenetelmäHungarian\ \ -Turkish\ \ kısıtlı ardışık yöntemEstonian\ \ -Lithuanian\ \ ribotoji nuoseklioji procedūraSlovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ ограниченная последовательная процедураUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ takmarkaður myndaröð málsmeðferðEuskara\ \ mugatua sekuentziala prozeduraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ طريقة تتابعية مقيدةAfrikaans\ \ beperkte sekwensiële prosedureChinese\ \ 限 制 序 贯 程 序Korean\ \ 제한적 순차절차
См. также в других словарях:
κλειστῇ — κλειστός that can be shut fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστή — κλειστός that can be shut fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προποντίδα — Κλειστή θαλάσσια περιοχή μεταξύ του Ευξείνου Πόντου και του Αιγαίου, που μοιάζει με λίμνη. Έχει επιφάνεια 12.000 τ. χλμ. και με δυο μεγάλους πορθμούς τον Βόσπορο και τον Ελλήσποντο, επικοινωνεί με τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο πέλαγος,… … Dictionary of Greek
κάστα — Κλειστή κοινωνική ομάδα, με κύριο σκοπό την ακέραια μεταβίβαση της πολιτιστικής και βιολογικής κληρονομιάς της. Η κ. προέρχεται από τη λατινική λέξη castus που σημαίνει αγνός, καθαρός. Μολονότι υπάρχουν κ. σε μερικούς αφρικανικούς και… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
περιφέρεια — Ο όρος δηλώνει την καμπύλη του επίπεδου, που σήμερα επικράτησε να λέγεται κύκλος. * * * η, ΝΜΑ [περιφερής] 1. η κλειστή επίπεδη καμπύλη στην οποία τερματίζεται η επιφάνεια τού κύκλου, η κλειστή καμπύλη τής οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek