-
121 бороздовой
επ.αυλακωτός, κατ’ αυλάκια•бороздовой посев η γραμμική (κατά γραμμές) σπορά.
-
122 было
άτονο μόριοεπρόκειτο•я было собрался уезжать επρόκειτο να αναχωρήσω•
он был чуть было не упал αυτός παρ’ ολίγο δεν έπεσε, λύγο έλειψε να πέσει.
|| στην αρχή, κατ’ αρχήν•я было вовсе не хотел приезжать στην αρχή εγώ καθόλου δεν ήθελα να έρθω.
-
123 вид
вид 1-а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•жалкий вид άθλια μορφή•
наружный вид εξωτερική εμφάνιση•
гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•
жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.
|| (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•больной вид ασθενική όψη•
строгий вид αυστηρό ύφος•
важный вид σοβαρό ύφος•
радостный вид χαρούμενη όψη.
|| κατάσταση•в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•
в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.
2. προοπτική, άποψη, θέα•комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•
вид на город η άποψη της πόλης.
|| τοπίο•альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.
3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•в -у, на -у εν όψει•
в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•
на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•
испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•
у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•
ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•
при -е опасности εν όψει του κινδύνου•
потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).
4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•-ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•
-ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.
5. παλ. η ταυτότητα.εκφρ.вид на жительство – είδος ταυτότητας•в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•под -ом – με την πρόφαση•видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•в -у – λόγω, ένεκα•он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.вид 2-а α.είδος• τύπος•разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.
|| (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•
отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.
(γλωσ.)•μορφή•глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•
глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).
-
124 вначале
επίρ.αρχικά, στην αρχή, κατ’ αρχάς. -
125 вразнос
επίρ. (για εμπορεύματα) κατ’ οικον. -
126 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
127 врозь
επίρ.χώρια, χωριστά, ξέχωρα, κατ’ ιδίανжить врозь ζω χώρια•дружба дружбой, а деньги врозь η φιλία είναι φιλία, όμως τα χρήματα χώρια•
дело врозь идет η υπόθεση πάει κατά διαβόλου.
-
128 выборочный
επ.εκλεχτός, διαλεχτός, κατ’ εκλογή (μερικός, όχι όλος)• σποραδικός.
См. также в других словарях:
Κατ' εξοχήν — (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek