-
21 država
κατοχή -
22 držba
κατοχή -
23 držení
κατοχή -
24 possession
κατοχή -
25 dobytek
κατοχή -
26 владение
-я ουδ.1. κατοχή, κυριότητα•-имуществом κατοχή περιουσίας•
владение оружием κατοχή όπλου.
2. παλ. κτήμα, κτηματική γη, γαιοκτησία,τα κτήματα.3. κτήση•колониальные -я αποικιακές κτήσεις.
-
27 оккупация
-
28 κατοχήι
κατοχεύςholder: masc dat sg (epic ionic)κατοχῇ, κατοχήholding fast: fem dat sg (attic epic ionic) -
29 κατοχῆι
κατοχεύςholder: masc dat sg (epic ionic)κατοχῇ, κατοχήholding fast: fem dat sg (attic epic ionic) -
30 κατοχά
κατοχά̱, κατοχήholding fast: fem nom /voc /acc dualκατοχά̱, κατοχήholding fast: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
31 обладание
-я ουδ.κατοχή, κτήση•обладание источниками сырья κατοχή πηγών πρώτων υλών.
-
32 оккупировать
-
33 catocha
-
34 κατ-οχή
κατ-οχή, ἡ, 1) das Festhalten, Zurückhalten, Her. 5, 35 u. Sp., = κάϑεξις. Neben ἄνειρξις im plur., Plut. gen. Socr. 15 M. – 2) das Innehaben, in Besitz Nehmen, Sp. – 3) der Zustand des von einer Gottheit Besessenen, Begeisterung, Verzückung; neben ἐνϑουσιασμός Plut. Alex. 2; πάντα ἐν τῇ κατοχῇ ἀληϑεύειν, wahr prophezeien, Arr. An. 4, 13, 10. – 4) bei den Aerzten eine Krankheit, Starrsucht, Schlafsucht mit offenen Augen, Galen.
-
35 κατ-οκωχή
κατ-οκωχή, ἡ, = κατοχή, Suid. erkl. κατάσχεσις, das Innehaben; ϑείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung, κατακωχῇ schlechtere v. l., Plat. Ion 536 c; τρίτη ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή Phaedr. 245 a.
-
36 κάτ-οχος
κάτ-οχος, 1) festgehalten; γαίᾳ κάτοχα Aesch. Pers. 219; οὐ μὴ 'ξεγερεἴς τὸν ὕπνῳ κάτοχον Soph. Trach. 974, vom Schlaf gefesselt; – von einer Gottheit besessen, begeistert, verzückt; Ἄρηϊ κάτοχον γένος Eur. Hec. 1090; ἐκ ϑεοῦ κάτοχος Plut. Rom. 19, öfter; Philostr. γυναῖκα κάτοχον ἐκ τοῦ ϑείου γιγνομένην Arr. An. 4, 13; τύφῳ, eingenommen, Luc. Demon. 5. – Bei den Aerzten von dee Starrsucht befallen (s. κατοχή); auch heißt die, Krankheit selbst ἡ κάτοχος. – 2) akt., festhaltend; καὶ μνημονικός Plut. Cat. min. 1; vgl. B. A. 105, 7; πλησάμενος ϑυμὸν Μούσης κατόχοιο bei Ath. V, 219 d, fesselnd, Freunde anziehend. – Aber κτῆσις κάτοχος καὶ βέβαιος ist ein fester Besitz, D. Hal. iud. de Is. 9. – Bei Poll. 2, 132 οἱ κάτοχοι, die vorragenden Theile des mittleren Halswirbels. – Adv., begeistert; ἐκ ϑεοῦ κατόχως ἐνϑουσιῶν Ael. V. H. 3, 9; = μνημονικῶς, B. A. 105; καὶ ἀκριβῶς βεβάφϑαι ib. 237, 14.
-
37 κατοκωχη
-
38 обладание
обладаниес в разн. знач. ἡ κατοχή, ἡ κτήση [-ις], ἡ ἀπόκτηση [-ις]. -
39 оккупация
оккуп||ацияж ἡ κατοχή. -
40 оккупировать
оккуп||и́роватьсов и несов κάνω κατοχή, καταλαμβάνω.
См. также в других словарях:
κατοχή — holding fast fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοχή — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 2.890 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινιάδων. Σε κοντινή απόσταση… … Dictionary of Greek
κατοχή — η 1. κυριότητα, ιδιοκτησία: Έχει την κατοχή σ όλες αυτές τις εκτάσεις. 2. κατάκτηση ξένης χώρας με πόλεμο: Η κατοχή της χώρας μας από τους Γερμανούς ήταν καταστροφική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κατοχή — Sp Katòchė Ap Κατοχή/Katochi L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κατοχῇ — κατοχῆι , κατοχεύς holder masc dat sg (epic ionic) κατοχή holding fast fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοχῆ — κατοχεύς holder masc nom/voc/acc dual κατοχεύς holder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοχαῖς — κατοχή holding fast fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοχαί — κατοχή holding fast fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοχᾷ — κατοχή holding fast fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοχῇσι — κατοχή holding fast fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοχήν — κατοχή holding fast fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)