-
1 κατηγορια
ион. κατηγορίη ἥ1) обвинениеκ. οὐδεμία προετέθη Thuc. — (против платейцев) не было выставлено никакого обвинения;
κατεγορίας ἔχειν ἐπί τινι Dem. — нести ответственность за что-л.2) филос. основной и всеобщий признак, категория(κατηγορίαι τοῦ ὄντος Arst.)
-
2 κατηγόρια
η см. κατηγορία 1, 2 -
3 κατηγορία
-
4 κατηγορία
{сущ., 4}обвинение, упрек, укор.Ссылки: Лк. 6:7; Ин. 18:29; 1Тим. 5:19; Тит. 1:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατηγορία
-
5 κατηγορία
{сущ., 4}обвинение, упрек, укор.Ссылки: Лк. 6:7; Ин. 18:29; 1Тим. 5:19; Тит. 1:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατηγορία
-
6 κατηγορία
обвинение, упрек, укор.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατηγορία
-
7 κατηγορίᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατηγορίᾳ
-
8 κατηγορία
[катигориа] ουσ. Θ. обвинение, категория,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατηγορία
-
9 κατηγορία
[катигориа] ουσ θ обвинение, категория. -
10 κατηγορημα
- ατος τό1) порицание(τοῦ τρόπου σου Dem.)
2) обвинение3) филос. высказывание, предикат Arst.4) = κατηγορία См. κατηγορια 2 -
11 αντικατηγορια
-
12 αστοχος
21) делающий промах, ошибающийся(τινος Plat.)
ἄγρης ἄστοχον χεῖρα οἴσειν Anth. — остаться без улова2) неверный, нелепый(ἄ. καὴ ψευδές κατηγορία Polyb.)
οὐκ ἀστόχου διανοίας εἶναι Arst. — не быть лишенным остроумия -
13 αυτοθι
-
14 προκατηγορια
ἥ ранее выдвинутое обвинение -
15 αβάσιμος
-
16 αδιάσειστος
η,ο [ος, ον ] см. αδιασάλευτος;αδιάσειστες αποδείξεις — неоспоримые доказательства;
αδιάσειστο επιχείρημα — неоспоримый аргумент, довод;
αδιάσειστη κατηγορία — неопровержимое обвинение
-
17 άδικος
-
18 αναιρώ
(ε) (αόρ. ανήρεσα, παθ. αόρ. ανηρέθην) μετ.1) отклонять, отвергать; опровергать;αναιρώ την κατηγορία — опровергать возведённое обвинение;
αναιρώ τό ψεύδος — опровергать ложь;
2) отменять, аннулировать;αναιρώ την υπόσχεσιν — нарушать обещание; — отступаться от обещанного;
οι επόμενες διατάξεις τού νόμου αναιρούν τίς προηγούμενες последующие положения закона перечёркивают предыдущие;3) юр. кассировать; 4) юр. убивать непредумышленно или в состоянии аффекта -
19 στηρίζω
μετ.1) ставить подпору, подпирать; поддерживать; 2) усиливать, укреплять; 3) перен. давать обоснование (чему-л.), обосновывать (что-л.); подкреплять (что-л., чём-л.); основывать, базировать (на чём-л.);στηρίζω την κατηγορία — обосновывать обвинение;
1) — опираться (на что-л.); — покоиться (на чём-л.);στηρίζομαι
2) перен. основываться, базироваться (на чём-л.);αυτό δεν στηρίζεταν πουθενά — это ни на чём не основано
-
20 2724
{сущ., 4}обвинение, упрек, укор.Ссылки: Лк. 6:7; Ин. 18:29; 1Тим. 5:19; Тит. 1:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2724
См. также в других словарях:
κατηγορία — κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc/acc dual κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek
κατηγορίᾳ — κατηγορίαι , κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — η 1. ενοχοποίηση: Άκουσα πολλές κατηγορίες εναντίονμου. 2. σύνολο πολλών όντων ή πραγμάτων ομοιογενών, τάξη, συνομοταξία: Το κουρείο αυτό είναι πρώτης κατηγορίας. 3. στη φιλοσοφία, βασική ενέργεια του νου που δεν μπορεί να αναλυθεί πιο πέρα σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηγορίας — κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem acc pl κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορίαι — κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατελείς μύκητες — Κατηγορία μυκήτων που δεν παρουσιάζουν φυλετική διαφοροποίηση. Η αναπαραγωγή σε αυτούς είναι βλαστητική και τα προϊόντα της είναι τα κονίδια ή σπόρια. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει πολλά και σπουδαία, από οικονομική άποψη, γένη, όπως το πενικίλλι … Dictionary of Greek
ελεύθεροι επαγγελματίες — Κατηγορία εργαζομένων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ελεύθερη και όχι σε μισθωτή βάση και αμείβονται από τους πελάτες τους μετά από σχετική και ανά περίπτωση συμφωνία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι δικηγόροι ε … Dictionary of Greek
μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με … Dictionary of Greek
κατηγορίαν — κατηγορίᾱν , κατηγορία accusation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… … Dictionary of Greek